Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

η ιστορία ενός άντρα ο οποίος μεγαλώνει μόνος, την κόρη του, προσπαθώντας να την εφοδιάσει με τις απαραίτητες αρετές. Ώστε εκείνη να αντιμετωπίζει τη σκληρότητα των γύρω, με όσο το δυνατόν, αμεσότερο έλεος.
Είναι μια δύσκολη διαδρομή και για τους δύο.
Τα κοινά σημεία στον χαρακτήρα τους, είναι άλλοτε ευδιάκριτα και άλλοτε, δυσδιάκριτα, κουβαλώντας καθένας τους, χαρακτηριστικές σκηνές, βιωμάτων.
Σε μια Κοινωνία, όπου οι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο για να αποκόβουν τον ευατό τους, από το σύνολο, όπου το φανερό είναι μια φαινομενική, μόνο, προσαρμογή, στις όποιες συναναστροφές. Το να γίνεις σήμερα, θυσία, στην αγάπη, είναι τόσο δυσεύρετο, όσο και η χρήση της αλήθειας.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΗΝΑΣ 2004-2005

Δεν κοιτούμε τόσο συχνά, τ’ αστέρια, έτσι δεν είναι;
Ναι. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω χρόνο.
Πες μου ξανά. Πως γνώρισες τη μαμά.
Ήμουν άνεργος όταν τη γνώρισα. Άνεργος και με αμφιβολίες για αρκετά, στη ζωή μου.
Συνέχισε.
Δεν κρυώνεις; Εκείνη χαμογελά κι έρχεται πιο κοντά μου. Χαμηλώνω την λεκάνη μου. Λυγίζω τα γόνατα και την αγκαλιάζω.
Συνεχίζω, προσθέτω.
Πάντοτε στη ζωή μου, τη ζωή μου, τη θυμάμαι με πόνο. Και σπάνια με χαρά. Αν εννοεί κανείς, χαρά, να γελά με κάτι αστείο που είδε ή άκουσε. Σπάνια και η εκδήλωση αγάπης, προς το μέρος μου.
Εκείνο τον καιρό, η μητέρα σου εργαζόταν σ’ ένα φούρνο της γειτονιάς. Δεν την πρόσεξα εξαρχής, μα μόλις, από ευγένεια ή καλοσύνη, άγγιξε το χέρι μου με όλη της την παλάμη, προσφέροντας μου εκείνο το κομμάτι πίττας που ζήτησα. Αμέσως, το έλαβα ως πράξη αγάπης.
Να ‘ξερες Βιολέτα μου, πόσο σπάνια είναι η αγάπη στον κόσμο.
Και μετά;
Επιχείρησα να τη δω άλλες δύο φορές, μα φαίνεται πως δεν ήταν η βάρδια της. Αυτόματα, συλλογίστηκα πως μου έμπαιναν εμπόδια.
Αυτόματα θυμόμουν πως ήμουν άνεργος και ποια ελπίδα είχα απέναντι της.
Κρυώνεις πλασματάκι μου;
Τρίψε μου τα χέρια, όπως πάντα, μπαμπά.
Ναι, σωστά. Τι λες, καλύτερα τώρα; Εκείνη μουρμουρίζει πως ναι. Κάποιοι, Βιολέτα μου που δεν καταλαβαίνουν πως ζει ο άλλος και τι σκέπτεται, και πως, αυτές του οι αμφιβολίες τον εμποδίζουν να ζήσει, θα έλεγαν για το προηγούμενο συμβάν: Μην το παρατραβάς. Έτυχε να αγγίξει το χέρι σου, όπως όταν δίνουμε ρέστα σε κάποιον.
Έχει τύχει και σ’ εμένα. Της χαμογελώ.
Μόνο που σ’ εμένα τον ίδιο, σα κάτι να ξύπνησε μέσα μου. Μια φλογίτσα στο τζάκι της αγάπης για το άλλο φύλο. Τόσο μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσε η ευγένεια της. Που όταν την ξανάδα, την αναγνώρισα από την ντροπαλότητα της.
Ήταν καλή, έ;
Οι άνθρωποι που έχουν αγάπη γνήσια μέσα τους, μόνο καλοί μπορούν να είναι.
Και μετά;
Τα ‘χουμε επαναλάβει.
Τα περιγράφεις τόσο καλά. Έλα, μπαμπά! Ακούγεται σα παράπονο αν και μου χαμογελά.
Κατόπιν, πέρασε ένα διάστημα μηνών που δεν την ξανάδα, μα ήξερα πως αν την διάλεγα τελικά, θα έβρισκα ένα άμεσο τρόπο για να την προσελκύσω.
Με όμορφα λόγια;
Τα όμορφα λόγια, και γενικά, τα λόγια, είναι σαν τον άνεμο που πετά και εξορμά εκεί που δεν τον περιμένεις. Χάνεται, επιστρέφει, και γρήγορα τον λησμονείς.
Τότε, πως;
Με όμορφες σκέψεις. Που φέρνουν απλές, ζεστές και άμεσες πράξεις προσέγγισης. Βλέπεις, γνώριζα, κι ήταν πολύ φιλική μαζί μου, η ιδιοκτήτρια και υπάλληλος εκεί, του φούρνου.
Οπότε πίστευα στην υποστήριξη της.
Σταμάτησα για να σκεφτώ λίγο.
Σκέφτεσαι;
Ναι. Βιάζεσαι;
Κάνει λίγο κρύο.
Ας κατεβούμε τότε.
Σε λιγάκι.
Καλά. Της χαμογελώ. Την κρατώ ζεστή στην αγκαλιά μου. Τόσα φώτα γύρω από τις διπλανές πολυκατοικίες. Τόσα φώτα. Τόση ενέργεια χαμένη.
Έλεγα λοιπόν, εννοώ, πως, όταν κάποιος φτάνει στο σημείο τα πάντα να τον απογοητεύουν, τότε καταλήγει να εκπλήσσεται με μικρές προσφορές αγάπης. Ήταν ας πούμε, κεραυνοβόλος. Αν και από το αίσθημα αυτό έμεινε μόνο μια μικρή φλόγα, σαν ελπίδα, που ευτυχώς φρόντισα να αποθηκεύσω κάπου μέσα μου.
Μου τα λες στη σκάλα. Κατεβαίνουμε.
Μην τρέχεις.
Προσέχω, απαντά, με την βεβαιότητα των έξι της χρόνων, πως γνωρίζει καλά, αν όχι τον κόσμο, έστω τον μικρόκοσμο του σπιτιού.
Είμαστε στο σπίτι. Κλειδώνω. Ετοιμάζω ένα ζεστό ρόφημα και για τους δυο.
Κι αν δεν ήταν τα όμορφα λόγια, μπαμπά, τότε τι;
Τι μας έφερε κοντά. Βεβαίως. Η ανάγκη να εμβαθύνουμε στη βεβαιότητα μέσα μας, άλλος πολύ άλλος λίγο, ότι ταιριάζαμε. Γι’ αυτό και οι έξοδοι μας δεν κράτησαν πολύ. Και πάντοτε, λέγαμε, αναφέραμε μόνο τα απαραίτητα. Δεν ρωτούσε πολλά, δεν εισερχόμουν στα προσωπικά της. Και καταλήξαμε σ’ έναν γρήγορο γάμο, στο Δημαρχείο. Μόνοι μας.
Πως κι έτσι;
Από εκεί, από αυτό δηλαδή συμπέρανα, πως ήμασταν δύο ψυχές με κοινό μέτωπο πόνου πίσω μας.
Αφού, από τη στιγμή που ενωθήκαμε με τα “δεσμά” του γάμου, καταλάβαμε πως έπρεπε να είμαστε ανοιχτοί μεταξύ μας. Όπως σου είπα, τα όμορφα λόγια δεν μας έφεραν κοντά, μόνο οι φράσεις οι λογικές, που εμπεριείχαν όμως αγάπη. Στοργή και φροντίδα.
Εκείνη σ’ έμαθε ν’ αγαπάς, είπες παλιά.
Ναι. Εκείνη με τράβηξε στο ενδιαφέρον. Για σένα, για μένα. Για μένα κι εκείνη. Για μας. Γιατί σ’ αυτή τη ζωή, εκτιμάς πολύ αργά όσα έχεις, επίσης, πολύ αργά, όσα πιστεύεις πως θ’ αποκτήσεις. Ποιος ο λόγος.
Χασμουριέσαι, Βιολέτα μου.
Νυστάζω λίγο.
Να σταματήσουμε.
Λίγο ακόμα, και κλείνει τα ματάκια της.
Που είχα μείνει, ναι. Εκείνη μου έμαθε την αξία του παιδιού μέσα μας. Επειδή εσείς τα παιδιά, εύκολα μαλώνετε, αμέσως όμως φιλιώνετε. Έτσι είχα ακούσει τουλάχιστον. Έπρεπε να φερθώ απλά. Αυτό σημαίνει, βρες την αθωότητα του παιδιού μέσα σου.
Η μαμά σου μ’ έμαθε ή ζέστανε στην κατάλληλη “φωτιά” τα κάρβουνα της αγάπης και της χαράς στη ζωή.
Βιολέτα.
Λίγο ακόμη, κι αλλάζει πλευρό, ενόσω κουλουριάζεται στον καναπέ. Αμέσως την σηκώνω, την οδηγώ στο δωμάτιο της, κι αφού κλείνουν σιγά σιγά, και τα δικά μου βλέφαρα, ενόσω την έχω σκεπάσει αρχικά καλά, κλείνω το σκεπτικό μου με μια τελευταία προς το παρόν, φράση: Είναι όπως, Βιολέτα μου, ενώ ξέρεις, πως τα δόντια σου είναι χαλασμένα, τ’ αφήνεις έτσι και σαπίζουν. Στην παρούσα εκείνη κατάσταση, ήταν η ζωή μου που σάπιζε και χρειαζόταν γιατρό. Και να που ήταν η μητέρα σου.
Δύσκολη η αγάπη μπαμπά, μίλησε πιο ζωηρά.
Δύσκολη ναι, μα είχα μια ζωή μπροστά μου, κι έπρεπε να το πάρω απόφαση.






Πόσο εύκολα, με πόση γρηγοράδα, καταφεύγει ο άνθρωπος στη ζέστη του κρεβατιού, όταν το ψύχος παλεύει, ξεκινώντας από τις πατούσες να προχωρήσει ανοδικά. Σαν να ψυχραίνεται η αύρα σου.
Διαφορές στις θερμοκρασίες, που μας προκαλούν μα τους προσδίδουμε μόνο την απαραίτητη σημασία.

Έχουμε ξυπνήσει.
Θα πάμε για ψώνια.
Είναι μια ηλιόλουστη ημέρα.
Η μικρή μου τεντώνεται στο κρεβάτι, γουργουρίζοντας με χαμόγελο.
Είναι ωραία πότε πότε, η τεμπελιά. Τεντώνεσαι στο κρεβάτι, κι ευχαριστείς γι’ αυτά που έχεις. Ξεχνάς. Αυτόματα. Την υποθετική φτώχεια, δίχως υπερβολικά ή περιττά έξοδα. Ευτυχώς που έθεσες, ξεκινώντας, όρια.
Συχνά αναρωτιόμουν, αν κάποιος αποταμιεύει για τα πρώτα έξοδα του σπιτιού. Μεγάλη η πόλη. Ευτυχώς, απλόχερη η ηλιοφάνεια.
Η αξία της ζωής. Να μπορείς να κοιτάς, να ξεχωρίζεις την ομορφιά, από τη διαφήμιση. Το χρώμα. Το βάθος του, στην επιρροή του.
Πλησιάζουμε στο εμπορικό κέντρο όπου σε ένα σημείο, θα καταλήξουμε στο σούπερ μάρκετ για τ’ απαραίτητα.
Η Βιολέτα κρατά καλά, το χέρι μου. Με το πέρασμα μας, παρακολουθεί τις βιτρίνες, σαν κάτι νέο, πάντα. Μη γνωρίζοντας πιθανόν, όλη εκείνη την απαιτούμενη προεργασία, ώστε κάθε είδος να καταλήξει στην αγορά. Μαθαίνει όμως. Έξυπνο κορίτσι.

Καφέ δεν πίνεις. Κρέας δεν τρώμε.
Καλύτερα τα όσπρια, πιο υγιεινά. Έχεις υπόψη σου τι γίνεται.
Γάλα δεν πίνουμε.
Εσύ πίνεις.
Όλο τ’ αλλάζεις, μπαμπά.
Από τότε που νέρωσαν το γάλα αραιώνοντας το, ώστε να πλουτίσουν από τη μια νύχτα στην άλλη, δεν ξέρω πλέον, ποιο να εμπιστευτώ.
Χτες το γιαούρτι, σου φάνηκε, κάπως.
Όντως, μικρή μου. Νοθευμένο να το πω; Αραιωμένο να το αποκαλέσω;
Μας ακούνε, μπαμπά.
Άστους να μαθαίνουν για να προσέχουν. Δυο τρεις πελάτες κοντά μας, μας κοιτούν φανερά ενοχλημένοι. Άλλωστε το κακάο είναι ληγμένα γάλατα, προσθέτω.
Να πάρω κι ένα τετράδιο;
Θα σου αγοράσω οικολογικό. Πιο ωραίο. Θα δεις.
Μα αυτά, ακούγεται η φωνή της σαν παράπονο, είναι για πρόχειρο. Αυτό μου χρειάζεται.
Καλά. Η φωνή μου χρωματισμένη, απλή. Δίχως θυμό.
Μέλι μη ξεχάσω, προσθέτω.
Και σοκολάτες!
Είδες τι έπαθαν τα δόντια του μπαμπά.
Θα προσέχω. Έλα τώρα.
Δεν είναι ότι δεν θέλω να σου πάρω. Θα με θυμάσαι όμως, όταν μεγαλώσεις, και θα ‘χεις όλα σου τα δόντια. Άσπρα και αστραφτερά.
Μα τα πλένω.
Ξέρω, Βιολέτα μου.
Τότε, γιατί όχι; Αυτό μου θυμίζει, νομίζω ότι έχει κάποια σχέση μ’ εκείνο που συζητούμε όταν θέλω πολύ, κάτι.
Αποταμίευση.
Δεν έχω χρήματα η ίδια και πάντοτε με συμβουλεύεις τι ν’ αποφεύγω. Πάντα με στόχο το μέλλον.
Ακριβώς. Θα στρέφεις πίσω και θα συλλογίζεσαι: πόσα έξοδα χαμένα, σε άχρηστα πράγματα, ευκαιριακά.
Πότε άλλαξες; Ρωτά εκείνη.
Άργησα να το καταλάβω. Όχι βέβαια, πως δεν θέλησα, πράγματα. Που αργότερα νοσταλγούσα επειδή πέταξα μερικά. Μα συλλογιζόμουν: αν τα είχα όλα αυτά τα χρήματα, τώρα.
Ξύνει το κεφάλι της και με τραβά στο διάδρομο με τα μαλακτικά ρούχων.
Αυτό να διαλέξουμε. Έχει και τ’ αρκουδάκι.
Χαμογελώ.
Ξέρεις, επανέφερα την προηγούμενη συζήτηση. Σου αποταμιεύω κάθε μήνα, ένα ποσό.
Το ξέρω και σ’ ευχαριστώ. Μου χαμογελά.
Ποιος σε αγαπάει; Μμμ, ποιος;
Εσύ, και τοποθετεί ξανά την παλάμη της στη δική μου. Δεν ήσουν έτσι, πάντοτε, ε;
Στοργικός; Χμ, κάπου ναι, μα δεν έδινα αξία στους ανθρώπους. Όχι πως δεν ήθελα να τους πλησιάσω. Δεν ήξερα, πως. Πίστευα, πως η ζωή εξακολουθούσε περισσότερο υποφερτή, όσο προστάτευα τον εαυτό μου, από εκείνους. Σκέψου τα μικρά παιδάκια που επιβιώνουν, μες τη φτώχεια τους. Το χαίρονται αν και δεν γνωρίζουν γιατί. Δεν έχουν μεν, τα παιχνίδια τ’ ακριβά όσο και αν τα ζητάνε, όμως, υπομένουν. Νομίζω πως εσείς τα παιδιά είστε πιο δυνατά από εμάς τους ενήλικες.
Φτάνουμε στο ταμείο. Φρούτα πολλά, τα απαραίτητα, μα μια αίσθηση με συνοδεύει, πως κάτι ξεχάσαμε.
Τι έλεγες;
Πόσο απλή είναι η ζωή, Βιολέτα, όταν ξεχωρίζεις το καλό, πασπαλίζοντας το με υποφερτές έννοιες –δεν το εκφράζω σωστά.
Δηλαδή;
Νάτην που γεμίζει τις σακούλες. Εδώ τα εύθραστα, εκεί τα απορρυπαντικά. Μαζί τα φρούτα. Βουτάει κι ένα μάτσο κενές σακούλες με τη φίρμα του σούπερ μάρκετ, έτοιμη να τις παραχώσει μαζί με το τετράδιο της.
Όχι πολλές, έτσι; Την “επιπλήττω”. Το σκέπτεται. Κι αυτόματα, αφαιρεί μερικές.
Βγαίνουμε. Βαστώ τα πιο βαριά.
Βαδίζουμε σιγανά προς το σπίτι.
Ψωμί θα πάρουμε;
Λίγο μαύρο, που σ’ αρέσει.
Εσένα σ’ αρέσει. Πάρε μου μια φορά άσπρο. Και μη ξεχάσεις:
Σπανακόπιτες, μιλούμε δυνατά, συγχρονισμένα.
Η ζωή είναι δύσκολη, εννοούσα προηγουμένως, στο ταμείο.
Με κοιτά με τα μεγάλα πράσινα μάτια της, σ’ ετούτο το γλυκό προσωπάκι, με τα μακριά καστανά μαλλιά.
Μοιάζω στη μαμά.
Έχεις τα μαλλιά της.
Μίλησε μου γι’ αυτή. Τι σας έφερε κοντά. Τι είπατε.
Δεν ψάξαμε το παρελθόν ο ένας του άλλου. Ξέραμε.
Πως;
Όποιος έχει πονέσει, γνωρίζει πως είναι.
Μου σφίγγει πιο πολύ το χέρι. Νοιάζεται. Τα μάτια της σα να λάμπουν.
Η μαμά σου. Τόσο απλή μα ντροπαλή συγχρόνως.
Πιο πολύ μιλούσαν τα μάτια. Αναζητούσαμε κοινή ζεστασιά. Αγαπούσα τα χέρια της. Αν και με ελάχιστα κιλά παραπάνω, όπως κι ο ίδιος, παρόλες τις μάταιες δίαιτες, γνώριζα, πως έπρεπε, ήταν η ώρα η κατάλληλη να παραμερίσω ορισμένες απόψεις. Η μουσική μας ένωσε. Της έγραφα CD, της έλεγα ποιους σταθμούς προτιμούσα στο ράδιο, και φανταζόμουν, μόνος, στο σπίτι, ένα ρομαντικό τοπίο. Ένα σπίτι από ξύλο που κοιτούσε στον απέναντι δρόμο ένα παρόμοιο, μα περισσότερο κοριτσίστικο, εννοώ με πιο απαλά χρώματα, ξύλινο σπίτι.
Σαν το κουκλόσπιτο μου.
Άκουγα μουσική, εκείνη το ίδιο. Πιθανόν τον συγκεκριμένο σταθμό, κι αυτόματα ερχόμασταν κοντά. Επικοινωνούσαμε.
Σ’ αγαπούσε πολύ, ε;
Μας άφησε την αγάπη της. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Στιγμιότυπα ζωντανά, παρμένα απ’ τη μνήμη.
Πόσο δυνατά είστε εσείς τα παιδιά, προσθέτω, τονίζοντας τούτη τη φράση.
Ξεφυσώ.
Αυτό εννοούσες υποφερτή ζωή.
Κάπως έτσι. Όχι πως δεν είμαι ευχαριστημένος.
Έχεις εμένα.
Ακριβώς. Και πάντοτε σε προστάτευα. Μπορεί να μη βγαίνουμε τακτικά, μα με την εγκληματικότητα, ιδίως πλέον, των νέων ατόμων, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Δεν φοβάσαι;
Όχι μικρή μου. Για σένα νοιάζομαι. Να σε προστατέψω από την πραγματικότητα.






Βρέχει. Η μικρή έχει πλαγιάσει από νωρίς.
Παρακολουθώ ξανά, το ντοκιμαντέρ με τον αγαπημένο μου προορισμό. Την Πράγα. Χωρίς ήχο. Δεν βγάζει ήχο το κουτί. Σφυρίζει τελευταία. Γιατί άραγε; Μάλλον λόγω σκόνης.
Συνοδεύω αυτό που παρακολουθώ, με ορχηστική μουσική.
Πόσο αγαπητά μου φαίνονται ορισμένα πρόσωπα. Λες και τα γνωρίζω ή αν ήθελα, θα μάθαινα για καθένα, ξεχωριστά, λίγες σκέψεις. Μικρούς ή υποφερτούς στόχους.
Ποιος να πιστέψει πως κάπου στον κόσμο, ξεσπά πόλεμος.
Κοιτώ τα πρόσωπα. Που πότε τα λούζει ο ήλιος. Πότε η σκιά παίζει μαζί τους. Παίζουν ο ήλιος με τη σκιά. Να που θυμάμαι, προσωπικούς περίπατους. Βόλτες με το ποδήλατο. Εικόνες από φιγούρες που σπάνια, κάθονταν. Στην πλειονότητα, κινούνταν. Δεν μάθαινα όμως, τίποτα δικό τους. Αν κοιμούνταν κανονικά. Μήπως τους πείραζε η αϋπνία. Μήπως οι αδυναμίες τους.
Αν στέκονταν στον ήχο της βροχής. Έψαχναν σ’ όλο του το εύρος για ένα μήνυμα. Το, μήνυμα.
Πόσο ζήλευα τα ταξίδια. Αποζητούσα εκπομπές με παρόμοιο περιεχόμενο. Συνταξίδευα. Μου μιλούσαν. Χαιρόμουν το φως. Εκείνο. Τη θέα μιας μεγάλης λίμνης. Την ησυχία του πρωινού ή με τ’ αστεία ενός παρουσιαστή.
Πρόσωπα.
Η Βιολέτα φορές, απορούσε αν ήταν αληθινά, κι εγώ της επέτρεπα να προσπαθεί να εισχωρήσει με το νου της κάπου ανάμεσα τους. Όλο θυμόμουν τον πόλεμο από τις ειδήσεις –σπανίως βλέπαμε τα γνωστά κανάλια. Οι ειδήσεις ήταν υποφερτές, χωρίς εικόνες.
Όλο θυμόμουν τον πόλεμο, και με ξαναρωτούσε για τα μεγάλα όπλα, και πως, οι μεγάλοι τούτης της γης, κανονίζουν μελλοντικές συρράξεις. Πως είναι δυνατόν, αναρωτιόταν εκείνη, να υπάρχουν αυτά τα όπλα. Ποιος να της εξηγήσει.
Γνώριζε την καταστροφική τους ισχύ και με ρωτούσε μες το άγχος της: θα καεί και η Πεντέλη; Από την Πεντέλη ως που, μπαμπά; Θέλουν να κάψουν και το Παγκράτι; Θέτουν στόχο και τη Νίκαια; Είναι φτωχή περιοχή, μου ‘πες κάποτε. Στο Ψυχικό, συνέχισε, σε μία από εκείνες μας τις συζητήσεις, χτίζονται πολλές Πρεσβείες.
Πώς να εξηγήσεις σ’ αυτό το παιδί από πού ως που, μες το χάρτη της πόλης, θα ‘θελε μια μεγάλη δύναμη, να καούν τα πάντα. Από πού ως που, ήθελαν ας πούμε, Ρώσοι ή Κινέζοι, αμυνόμενοι, τη χώρα μας που ανήκει στο ΝΑΤΟ, να ισοπεδώσει τα πάντα στη συνέχεια, το ωστικό κύμα.
Υπήρχε κάποιος, αναζητούσε τις σωστές λέξεις, η Βιολέτα, που έλεγε, μιλούσε και ανέφερε, πόλεις και είδος βόμβας. Σημαντική ή όχι, η πόλη. Η τάδε. Εγώ, προσπαθούσα να την καλμάρω -πρώτα εμένα.
Σπατάλη κι αδιαφορία.
Η γη θερμαίνεται. Τρέμει.
Κατασπαράζει σε ξαφνικό ξέσπασμα, ανθρώπους. Πλημμυρίζει τοπία. Καταστρέφει ζωές.
Την καθημερινότητα.
Βρέχει τώρα. Ζεστό σπιτικό. Οικογένεια αν όχι πλήρης σε μέλη, όσο γίνεται όμως σε υπευθυνότητα, με όποιες αντοχές.

Πρόσωπο.
Εκεί.
Με σάρκα και οστά.
Σα να τα ζωγραφίζω. Τοποθετώ ο ίδιος τα έπιπλα στους χώρους. Τα ‘χω “διαλέξει”, όπως εκείνοι επέλεξαν τον χώρο που τους φιλοξενεί, ο καθένας με όποια διάθεση. Αυτοκίνητα σε κίνηση. Λεωφορεία σε επαναληπτικές διαδρομές. Στομάχια που γουργουρίζουν. Κουρασμένα μέλη. Πόλη χωρίς μουσική. Ξεροί επίμονοι ήχοι. Στάσεις για ξεκούραση. Επιστροφή στο σπίτι. Ασχολίες τοπικού ενδιαφέροντος.
Σιδερώνω, γνωρίζοντας πως η μικρή είναι σε διπλανό δωμάτιο. Παίρνω ανάσα, συνεχίζοντας το πλύσιμο των πιάτων. Ευχαριστώ το Θεό, για το ρεύμα. Το φως. Τις ανέσεις.
Διακόπτω προσωρινά.
Βρίσκομαι πλαϊνά της μικρής. Ήρεμη μες το μισοσκόταδο. Ζεστό δωμάτιο. Ένα πουλόβερ ακουμπά το σώμα του καλοριφέρ. Τα καλτσάκια ζητούν χώρο από το πουλόβερ.
Η ώρα πλησιάζει, βαθιά νυχτερινή.
Διαβάζω. Καθισμένος αναπαυτικά.
Όλα τακτοποιημένα.
Η σκέψη μου απορροφάται στην ιστορία. Συνάμα εισχωρούν, σαν ξαφνικοί επισκέπτες στο μυθιστόρημα, οι γονείς μου. Σα κάτι να μου λένε. Μάτια που μιλάνε. Πρόσωπα, ως σκίτσα στο περιθώριο των σελίδων.


Θυμάμαι, ο πατέρας σημείωνε στις άκρες, σκέψεις του. Πως τον επέκρινα για εκείνη την αγαπημένη, πίστευα, απασχόληση, κριτική σκοπιά.
Και στους δυο μας άρεσε η μουσική. Περισσότερο στους δυο μας.
Δεν θέλω ακόμη να κοιμηθώ.
Συλλογίζομαι τ’ αυριανά έξοδα. Ποια σύννεφα θα φανούν στο στερέωμα.
Αν ο κόσμος μπορεί να εννοήσει τι σημαίνει να ‘σαι ζωντανός. Ή να επιστρέφεις στους ζωντανούς.

Τι όνειρο να βλέπει η Βιολέτα.
Τι θα μαγειρέψω αύριο.
Πλησιάζουν τα κοινόχρηστα.
Μη ξεχάσω να πάμε για ιατρικές εξετάσεις. Προληπτικά. Όλα περνάνε από μένα.

Μη ξεχάσω να δω τη Λέτνα, όταν επισκεφτώ την Πράγα. Η εικονιζόμενη, περιγράφει τον χώρο ως καταπράσινο, και μόλις πέντε λεπτά από το κέντρο; Δεν το συγκράτησα.






Ο άνθρωπος θέλει να ζήσει.
Πως είναι δυνατόν, να χάνει κανείς τη σύντροφο του, τόσο νωρίς, ποτέ μου δεν κατάλαβα. Γιατί. Όλη εκείνη η τρυφερότητα. Στο χρώμα της φωνής. Κι ύστερα, κενό.
Όχι ακριβώς κενό, αφού μου έμεινε η Βιολέτα και το δικό της είδος αγάπης και φροντίδας. Η δική της ευθύνη και προσοχή. Η δική της ομορφιά. Της ζωής.

Παρακολουθεί τη Χάιντι στην T.V. Συνήθως το βλέπουμε μαζί, μα πιστεύω, πως για άλλη μια φορά, έχει ανάγκη να μείνει μόνη.
Θα έρθουν η Νιόβη, ο Τάκης, η Πέτρα, η Πέπη και ο Σωτήρης, να στολίσουμε το δέντρο, την ακούω να λέει.
Οι φίλοι σου είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι στο σπίτι. Το ξέρεις αυτό.
Δεν μιλά. Έχει κρύψει ξανά το στόμα, με το λαιμό από το πουλόβερ, που είχε βάλει χτες από νωρίς, στο σώμα του καλοριφέρ.
Γιατί να μην είσαι σαν τους άλλους μπαμπάδες, παραπονιέται.
Ξέρω τι εννοεί. Εκείνοι εργάζονται το πρωί συνήθως. Δεν είναι μόνοι, όμως.
Αφού το ξέρεις, πως πρέπει να εργάζομαι νύχτα ως φύλακας για να μπορώ να σε φροντίζω χωρίς φόβο όλη την υπόλοιπη ημέρα.
Δεν κοιμάσαι όμως. Ούτε και τώρα.
Που έχω άδεια. Είναι γνωστό πως παίρνω τη μισή άδεια το καλοκαίρι, και την άλλη μισή, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά.
Δεν απαντά. Ίσως και να καταλαβαίνει. Ειδικά αυτές τις ημέρες των γιορτών, όπου δείχνουμε ή περιμένουμε, πλουσιότερη αγάπη, απ’ ότι τον υπόλοιπο χρόνο.
Μπορεί ν’ αντικατασταθεί η στοργή και η φροντίδα μιας συζύγου; Ιδίως τον πρώτο καιρό του γάμου μας όπου όλα μου φαίνονταν πρωτόγνωρα. Το ότι κοιμόταν μία γυναίκα μαζί μου. Ότι είχαμε ενώσει δυο ζωές, κι ετούτη η στέγη ήταν η φωλιά μα και κάτι επίσημο. Πως κι εμείς προχωρούσαμε. Σταθήκαμε τυχεροί. Ναι. Ίσως επειδή μας ανήκει το σπίτι.
Όταν παντρεύεσαι, περιμένεις το συγγενή να σου δείξει, εισερχόμενος στην κατοικία, πως κάτι έχει αλλάξει. Σα να έπεσε μια αόρατη “σφραγίδα” πάνω στο ζευγάρι. Η οποία σημαίνει πολλά. Ωριμότητα. Υπευθυνότητα. Αγάπη. Πολλά άλλα ακόμη.
Έστω κι αν προσπαθούν ορισμένα ζευγάρια, για ένα παιδί, μα αποτυγχάνουν.
Το παν είναι να συμβιβάζεται κανείς. Να ηρεμεί.
Ευτυχώς η κλασσική μουσική δίνει ένα βήμα προς χαλάρωση. Βέβαια δεν είναι για όλες τις ώρες αν και θα έπρεπε.
Να σου φτιάξω κάτι να φας; Μια κούπα ρόφημα σοκολάτα;
Μόνο μη χτυπάς πολλή ώρα το κουτάλι. Ξέρεις πως με ενοχλεί.
Για να μην έχει κατακάθι, το κάνω.
Καλά, απαντά. Δεν έχει και πολύ όρεξη.
Μπαμπά;
Ναι, μικρό μου.
Γιατί αυτό το κοριτσάκι –εννοούσε στην διαφήμιση- έχει βαφτεί τόσο πολύ; Μικρή δεν είναι;
Ορισμένοι, παρασύρονται ευκολότερα, σήμερα.
Που θ’ αγοράσουν το καραόκε;
Να μεγαλώσουν.
Να ασχημύνουν εννοούσα.
Που είσαι Άννα, να της εξηγήσεις. Γιατί δεν είσαι εδώ, να της μάθεις τα γυναικεία. Μεγαλώνει γρήγορα και φοβάμαι. Θα ρωτά με μεγαλύτερη αγωνία. Καταστάσεις αδιανόητες στην ίδια. Απλά γεγονότα με σημαντικά, επίσης.
Προσωπικά, κανείς δεν μου εξήγησε πως παράγεται η φωνή μες το στόμα. Πως παράγεται η δυσπεψία. Λόγω χαλασμένων δοντιών; Ή πολυφαγίας. Απορούσα γιατί, μια περίοδο της ζωής μου, μπορούσα να πνιγώ, χωρίς λόγο.
Τι βλέπεις τώρα;
Κάνω ζάπινγκ.
Περιμένεις κάποια εκπομπή;
Όχι ιδιαίτερα.
Δεν την κλείνεις, να ‘ρθεις να βοηθήσεις; Δεν ήθελα να βλέπει διαφημίσεις. Εκείνη η προβολή, πιότερο, της ανεμελιάς και του χαζολογήματος.
Έρχεσαι;
Τι θες; Μα να που κλείνει το κουτί. Πλησιάζει ήρεμη. Πλευρίζει.
Είσαι θυμωμένη με κάτι; -Τι ήθελα και ρώτησα.
Γιατί; Τσινάει.
Τίποτα, τίποτα.
Μαγειρεύεις;
Ναι.
Η μαμά σε βοήθησε και σ’ αυτό.
Όλο νερόβραστη ήταν η μαγειρική μου. Χαμογελώ.
Αλήθεια, πως, εγώ που δεν ήμουν ικανός να αναλάβω τα του βίου μου, κατέληξα να μαθαίνω εμένα. Και το παιδί.
Τι θα κάνεις μετά;
Θα ‘ρθουν οι φίλοι μου, σου είπα.
Σωστά.
Πότε έχει προβολή, Ελληνική ταινία;
Είχα ένα αρχείο με VIDEO CD και DVD, με αρκετές ταινίες, γραμμένες με κόπο, χωρίς διακοπές με άνοστα μηνύματα.
Το απόγευμα στις επτά, όπως πάντα.
Ο δικός μας κινηματογράφος.
Προσπαθεί να χαμογελάσει.
Εσύ, πως θα περάσεις την ώρα σου όσο θα στολίζουμε;
Θα βρω κάτι. Διάβασμα πιθανόν. Ίσως γράψω κάτι.
Έτσι έριξες τη μαμά;
Με κάτι πιο ρεαλιστικό.
Ποιο;
Αναλογιζόμενοι τα σημαντικά και τ’ ασήμαντα, όσο διαρκεί η αναπνοή μας.
Δηλαδή;
Στην ευθύνη. Σε πράξεις. Σκέψεις. Οραματισμούς λιγότερο. Ας πούμε, εγώ φορώ γυαλιά. Ξέρω πως πρέπει να τα προσέχω. Όχι επειδή δεν μας φτάνουν, μα επειδή από τα γυαλιά, εξαρτάται η καλή μου όραση. Η ηρεμία μου.
Παρομοίως εσύ. Θυμάσαι πόσο δύσκολα την πρώτη φορά και με τι γέλια και αστεία, κατάφερες να σε μάθω, σταδιακά αμεσότερα, την αλφάβητο. Πλέον, σου επιτρέπει η γνώση αυτή, να παρακολουθείς υποτίτλους. Στο διάβασμα. Τα μαθήματα σου.
Έτσι ήσουν πάντοτε;
Ώριμος;
Ναι.
Απότομα μου συνέβη. Μα διαρκώς αναζητούσα την αξιοπρέπεια. Σου είπα. Είμαστε τυχεροί. Το παν είναι να εκτιμούμε όσα έχουμε.
Μμμ, ωραία η ζεστή σοκολάτα.
Μακάρι, Βιολέτα, σκέπτομαι, να μη βιώσεις ποτέ, τραγικά γεγονότα. Φονικούς σεισμούς. Πόλεμο.








Βιντεοσκοπώ τα παιδιά. Έχω χωθεί, βαθιά, στην αναπαυτική πολυθρόνα του σαλονιού, στρέφοντας την προς το δέντρο.
Η Νιόβη. Η Πέτρα. Ο Τάκης. Η Πέπη και ο Σωτήρης. Και φυσικά η Βιολέτα μου. Συνεργάζονται μεταξύ τους, ποιος θα κρεμάσει τις γιρλάντες. Που θα μπουν οι χοντρές μπάλες. Που τα αγγελάκια. Που οι μουσικοί. Αν και πειράζονται μεταξύ τους. Από το ράδιο, ακούγονται χαρούμενα τραγούδια και κάλαντα, μόνο με αγγλικό στίχο.
Τα φώτα θα τα τοποθετήσω ο ίδιος, όπως και το αστέρι στην κορυφή. Εδώ και δύο χρόνια, έχουμε εγκαινιάσει μια παράδοση. Θα αγοράζουμε κάθε χρόνο, τέτοιες ημέρες, μόνο ένα στολίδι, διαφορετικό από τα άλλα. Φέτος, προσθέσαμε μια μεγαλούτσικη θαρρώ, ξύλινη φάτνη, με όλους τους απαραίτητους ήρωες.
Το να τα παρακολουθώ να συμπληρώνουν το σπίτι με φωνές, γεμίζει την καρδιά μου.
Ελπίζω να έφεραν ομπρέλα, οι φίλοι σου, Βιολέτα.
Φυσικά. Για ποιους μας πέρασες!
Ενόσω ολοκλήρωνε τη φράση της, της γλιστρά από την παλάμη, μια μεγάλη μπάλα, σπάζοντας στα πλακάκια.
Πάει στράφι η ηρεμία, μου λέει, κι όλα μαζί, ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Με πειράζει, μα την αγαπώ τόσο.
Ξέρεις, έχει πορτοκάλια και αχλάδια αν θέλετε.
Δεν μας στύβεις σε ποτήρια, καλύτερα;
Φυσικά, κι απομακρύνομαι από το πλάνο.
Απορροφήθηκαν. Στέκομαι λίγο. Θυμάμαι, πιο μικρή, τα πρώτα χρόνια αφότου πέθανε η Άννα, να προσπαθώ να βρω χαρά, φτιάχνοντας της με χαρτόνια, σπίτια, αυτοκίνητα και έπιπλα, για τα playmobil της. Αναριγούσα στη σκέψη, πως η μαμά της καθόταν σ’ ένα σημείο και μας παρακολουθούσε.
Με πόσο βίαιο τρόπο έφυγε από τη ζωή.
Επιστρέφοντας σπίτι, το μεσημέρι. Τώρα δεν κοίταξε καλά το δρόμο, πέρασε με βιασύνη, όπως και να ‘χει ο οδηγός που την πέταξε μακριά, δεν βρέθηκε ποτέ. Καταριόμουν με δύναμη, να χαθεί από προσώπου γης. Δεν το χάρηκε το μωρό της. Όχι όπως θα θέλαμε και οι δύο. Κι ύστερα, ξεκίνημα με πόνο. Με απογοήτευση. Μια ευλογία που μου την πήραν πίσω. Δεκαετίες ουσιαστικά, μόνος, η χαρά, κι έπειτα, τόσο σύντομα, ο θάνατος.
Ακόμα εδώ είσαι;
Ε, ναι, αμέσως, και χάνομαι στην κουζίνα.
Φορές σκέπτομαι, ευτυχώς που δεν γνώρισε τη μητέρα της. Δεν συνδέθηκε μαζί της αρκετά. Ως μωρό, τι ήταν σε θέση να καταλάβει. Δεν θυμόταν. Δεν την αναπολεί η Βιολέτα. Οι φωτογραφίες μένουν. Ένα άλμπουμ γεμάτο. Ούτε εκείνη είχε πολλά. Μόνο ως την εφηβεία της.
Δεν είπαμε πολλά, Άννα. Δεν προφτάσαμε.

Το δέντρο είναι έτοιμο. Οι φίλοι της Βιολέτας, αποχαιρετούν. Ένας εκ των γονέων, έχει αναλάβει να τα μεταφέρει με το αυτοκίνητο του, σπίτια τους.
Βάλε να δω τους ζαβολιάρηδες, με προτρέπει.
Κάθε τόσο, γελά.
Το σπίτι, τρεις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, λάμπει από πάστρα. Ζεστό. Σε θερμοκρασία, απλότητα και αγάπη.
Μαγείρεψες μήπως;
Σα να μαθαίνει να μ’ έχει του χεριού της, συλλογίζομαι, μα χαμογελώ, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Κάθομαι δίπλα της. Τι να σκέπτεται. Μήπως την Άννα;
Σα να περιμένει να τη δει, να στολίζει μαζί τους το δέντρο, ή να μας εύχεται καλές γιορτές.
Η Άννα.
Που βρίσκεσαι. Εσύ που μου έμαθες ακόμη και πώς να συμπληρώνω την φορολογική δήλωση.
Το ξέρεις, Βιολέτα, ποτέ δεν εμπιστεύτηκα τους παιδικούς σταθμούς. Γι’ αυτό και σε πήρα από εκεί.
Γιατί;
Αυτοί οι άνθρωποι δεν νοιάζονται πραγματικά. Ευχαρίστως θα νοιαζόντουσαν λιγότερο, αν αμείβονταν και λιγότερο.
Εσύ ξέρεις.
Μπορεί.
Το ξέρω πως σου λείπει η μαμά, γλυκιά μου. Κι εμένα.
Πολύ.
Γι’ αυτό δεν κοιμάμαι. Τώρα, στις γιορτές. Όσο θέλω.
Χρειάζομαι.
Υπάρχουν τόσα πράγματα στη ζωή. Ναι. Άσχημα. Πάμπολλα όμως, καλά, Βιολέτα μου. Που έκανα, πέρασα με τη μητέρα σου. Το διάλεγμα των επίπλων πριν το γάμο μας. Προσωπικές στιγμές, με χορό, σιγανό, κοντά ο ένας στον άλλο. Κι έπειτα οι ευθύνες, οι υποχρεώσεις και η ρουτίνα, που όμως κι αυτά, ακόμη κι αν πρέπει να γίνονται, αφήνουν μια γλυκιά ικανοποίηση.
Φυσικά και μου λείπει η μαμά σου. Έχτισα πολλές αλήθειες μαζί της. Πολλές όμως και μαζί σου, πλασματάκι.
Η αγάπη που μου δείχνεις. Ακόμη κι η ευθύνη σου είναι γλυκιά. Τουλάχιστον δεν είμαι μόνος.
Κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπά. Αυτόματα, τρέχει κοντά μου, αγκαλιάζοντας με. Με φίλησε στα δυο μάγουλα, κι αφεθήκαμε για λίγα λεπτά, ανασαίνοντας συγχρονισμένα θαρρώ.

Ξέρεις, σπάω την σιωπή, ο Άγιος Βασίλης είναι όπως οι γονείς. Νοιάζεται.
Δεν είναι μαζί με τα παιδιά, όλο το χρόνο, όμως δε ξεχνά κανένα. Φυσικά και συμβαίνουν τραγικά γεγονότα, με την πείνα που θερίζει τα παιδιά στις φτωχές χώρες ή ακόμη κι εδώ, όμως, κάθε παιδί, λαβαίνει το δώρο του. Άλλο, νέους γονείς. Κάποιο, το παιχνίδι που ονειρεύτηκε ή εκείνο που θα το μάθαινε, κάτι, αντί να το διασκεδάσει όπως περίμενε.
Ακόμη κι εμείς τα μεγάλα παιδιά, παίρνουμε δώρο. Έστω κι όταν μας συμβαίνει το αντίθετο. Κι αυτό δώρο ήταν. Η έλλειψη του. Μήπως μάθουμε από τα λάθη μας. Οργανωθούμε ουσιαστικότερα στη ζωή, κατόπιν. Εξάλλου όλοι αξίζουμε κι όλοι θέλουμε να ζήσουμε, αν και στιγμές, αρκετοί λιγοψυχούν και πισωγυρίζουν.
Πισωγυρίζουν;
Πισωπατούν. Επιμένουν. Προτιμούν τα παλιά. Συνήθειες που εν προκειμένω δεν τους οδήγησαν θετικά, μα επιμένουν. Ξανά, ίσως και πάλι, ξανά.
Η μαμά ήταν καλός χαρακτήρας;
Διαμάντι. Έστω κι αν δεν πήραμε δώρα από εκείνη, εσύ, Βιολέτα μου, ήσουν οπωσδήποτε, ξεχωριστό δώρο.
Και είσαι.
Με πειράζεις. Η σειρά σου, έ;
Όχι. Είναι η αλήθεια, της απαντώ, πολύ σοβαρός.
Μη σου φαίνεται το σπίτι άδειο.
Εσύ πειραχτήρι –χαμογελώ- το γεμίζεις και με το παραπάνω.






Σ’ αγαπάω.
Είμαστε στο προθάλαμο του παιδιατρείου.

Για τι, μιλήσαμε στ’ αλήθεια, Άννα. Δεν θέλω να σκαλίζω την περίοδο σφοδρής σκληρότητας στους δικούς μου, προτού σου μιλήσω για πρώτη φορά, λίγους μήνες αφότου σε πρωτόδα. Παρόλο που ο πατέρας, μου ‘χε τονίσει κάποτε, πως δεν ήταν σωστό, αφού είμαι καλός. Λογαριάζω την υπομονή του για αγάπη αν κι είχε κι αυτός τα ξεσπάσματα του, φυσικά.
Ήθελα να είμαι καλός. Έλεγαν, άκουσα κι ο ίδιος, κάποια στιγμή της ζωής μου, πως, όσο πιο σκληρό το περίβλημα, τόσο πιο μαλακό, εσωτερικά.
Δεν θα έκρινα ο ίδιος αν αλήθευε, αφού, αν γνωρίζαμε ποιοι είμαστε, θα πληγώναμε λιγότερο τους άλλους. Έστω και τους ξένους.
Μιλήσαμε ποτέ για όσα μας πόνεσαν. Πλημμύρισαν κάποτε, με πίκρα, μια καρδιά. Τη δική μας. Όταν ήμασταν μόνοι.
Μου είπες, Άννα, δεν ζητούσες έναν άντρα που να γνωρίζει τι θέλει, απλά, ν’ αφήσει πίσω του, κάθε σπιθαμή όσων γνωρίζει. Οπότε δεν σήκωνε άλλη συζήτηση για το παρελθόν μας. Φυσικά και μοιραστήκαμε στιγμές στοργής. Ονειροπόλησης. Μαγικές στιγμές. Ένα χάδι στα μαλλιά. Να πλησιάζουμε, τα σώματα μας, χορεύοντας, διστακτικά μα μαγικά εξίσου. Μα όταν με φιλούσες, ήξερα πως ήσουν δική μου. Πως ήταν δυνατόν ν’ αγαπηθώ και το πρόσφερες δίχως να το μετράς ή να αισθάνεσαι ένοχη επειδή ανοίχτηκες. Μήπως και χαρακτηριζόσουν αδύναμη.
Αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να βαπτίζεται αδυναμία, κι όχι στ’ αλήθεια η πικρία του ανθρώπου, ενόσω βασανίζουν ο ένας τον άλλο, δυστυχισμένοι όπως είναι.

Παρακολουθώ τον Παιδίατρο, πως εξετάζει τον καρπό του έρωτα μου. Πάντοτε φοβόμουν τους γιατρούς, περισσότερο όσους έβαζαν τα χέρια τους στο κορμί του παιδιού.
Τον παρατηρώ για όποιες άσκοπες κινήσεις. Κλεφτές ματιές. Τουλάχιστον ετούτος, φαίνεται τίμιος.
Τόσοι ανώμαλοι που κυκλοφορούν ανάμεσα μας.
Θυμάμαι έναν παιδίατρο που έφερνε προς το τρίτο φύλο.

Συνήθως αυτή η μερίδα ατόμων, είναι φιλικοί με τα παιδιά, και στοργικοί με τους ανθρώπους. Ίσως όμως με περισσότερα κόμπλεξ. Αφού πρέπει να καταπιέζονται περισσότερο ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί
Όλα θα πάνε καλά, κάνω ένα νεύμα, κοιτώντας την.
Σα να κρυώνει.
Είναι ανοιχτό το καλοριφέρ, γιατρέ;
Δεν ορίζω ο ίδιος, τις ώρες.
Τουλάχιστον είναι ειλικρινής.
Κατά την επιστροφή, οδεύοντας προς τη στάση, κι έχοντας μας διαβεβαιώσει ο παιδίατρος πως η μικρή έχαιρε άκρας υγείας, παρατηρώ, όπως κι εκείνη, δυο νεαρούς, το πολύ δεκαεννιά, λεπτούς πάρα πολύ και στη μόδα. Μα οι κινήσεις τους προδίδουν, πως ενδέχεται να είναι και ζευγάρι. Κάτι στο περπάτημα. Μια αόρατη συνενοχή.
Αφότου έχουμε απομακρυνθεί κάπως, με ρωτά:
Τους είδες αυτούς, μπαμπά;
Ναι, δεν μου διέφυγαν.
Είναι τοιούτοι;
Καλό, μιας κι ακούει και κόσμος, ν’ αναφέρεσαι, να μιλάς, να τους φέρεσαι ως τρίτο φύλο.
Μα δεν είναι άντρες;
Είναι. Περίπου.
Τότε, πως ανήκουν στο τρίτο φύλο;
Τους μυρίστηκες κι εσύ, ε;
Δεν θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά, μα έμαθα να ξεχωρίζω. Μικρές αλλά ουσιαστικές διαφορές. Εξάλλου, γέμισε η τηλεόραση από δαύτους.
Εξακολουθούν να είναι άνθρωποι όμως. Προσωπικά θα έλεγα, δεν ξέρουν τι τους συμβαίνει.
Επικίνδυνοι, είπες κάποτε.
Ασθενείς, καλύτερα.
Πως “αρρώστησαν” μπαμπά;
Τι της λένε τώρα. Επεξεργάζομαι την απορία.
Κοίτα να δεις. Πιστεύω, και δεν εννοώ, το επισημαίνω, πως έχω δίκιο, πως πιθανόν να έπεσαν στα νιάτα τους, θύματα βιασμού από άτομο ιδίου φύλου ή να παρασύρθηκαν από άτομο που θεωρούσαν ως φίλο. Όπως είπες, η τηλεόραση προβάλλει παρόμοια πρότυπα. Πιθανόν πάλι, να βρίσκεται η αιτία, στα γονίδια τους, αν μπορεί να σημαίνει κάτι αυτό.
Η μικρή απορεί. Εξήγηση στην εξήγηση.
Άσε, μη προσπαθείς τόσο, μου χαμογελά.
Δεν ολοκλήρωσα. Περίμενε.
Η δυστυχία, Βιολέτα, σε πετά, φορές, στα χειρότερα μονοπάτια. Πιάνεσαι από κάπου, προς πειραματισμό.
Εσύ πως αντιμετώπιζες τη ζωή; Αν σου έπεφτε ανυπόφορη;
Σίγουρα όχι τόσο τραγικά. Ευχαριστώ το Θεό που μ’ έκανε άντρα κι εκτιμώ κάθε γυναίκα που με ελκύει.
Οι άλλες δεν έχουν ελπίδα;
Φορές απορώ για μια κοινωνία, πήχτρα στην πονηρία και τον εξευτελισμό.
Εσείς τα παιδιά έχετε πολύ θάρρος στις απόψεις σας, προσθέτω.
Δεν θες να λέω ότι αισθάνομαι.
Η άποψη σου είναι σεβαστή. Το ξέρεις.
Πάντα θες σεβασμό.
Σ’ εμένα το ‘λεγε, σκεπτόμουν. Εμένα ρωτούσε; Φυσικά και προτιμούσα σεβασμό, εκείνη όμως εννοούσε πως κι η ίδια, απαιτούσε σεβασμό. Εξίσου όπως όλοι.
Όπως σου είπα πριν, χαίρομαι που είμαι άντρας κι εκτιμώ το γυναικείο φύλο, ως είδος μοναδικό. Όμορφο. Τρυφερό. Εύθραυστο σαν πορσελάνη. Σαν τα φυτά, τα τριαντάφυλλα, που αναμένουν τον ζεστό καιρό για να ανθίσουν ξανά. Όσο κι αν κλαδέψεις το κοτσάνι τους, γνωρίζεις πως θα καρπίσει. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Η μικρή έχει κουραστεί.
Σταματά ένα ταξί. Δεν αρνούμαι, λόγω εορτών. Ίσως για να κατευνάσω όποιες απορίες της. Φορές, οι συζητήσεις οδηγούν σε αδιέξοδα, τα οποία γεννούν λάθος συμπεράσματα. Εντυπώσεις.
Αποτυπώνονται στο παιδικό μυαλό σαν σφραγίδα. Κόπιες που χάνονται και χωρίζουν σε διάφορα επίπεδα αντίληψης του παιδικού εγκεφάλου.
Καλά έκανε όμως, και ρωτούσε.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι. Που η μαμά μου προσπάθησε να με κάνει να μη κοιτάξω έναν άντρα στην παραλία, που φορούσε ένα μικρό και αποκαλυπτικό για τα αντρικά πρότυπα, μαγιό, αν και δεν είχε τάσεις άλλου είδους. Νομίζω δηλαδή. Μικρός τότε. Που να θυμάμαι.

Που βρίσκεσαι Άννα.
Όση ντροπαλότητα είχες, με περισσή αν και αμήχανη ευκολία, γελούσες. Ήταν χαρούμενο το πρόσωπο σου. Όπως η αγκαλιά, που περιέκλειε ευγενικά αισθήματα προς τους φίλους. Ακόμα κι αυτό, εσύ μου το ‘μαθες.






Για ένα διάστημα αφότου χάσαμε τον άνθρωπο μας, οι γονείς της Άννας, από την επαρχία, ταχυδρομούσαν ένα μικρό επίδομα στη μικρή. Τουλάχιστον, ωσότου η ακρίβεια χτυπήσει όχι μόνο με τα δυο της χέρια την πόρτα τους, μα και με τα “παπούτσια”. Οπότε, τους ήταν αδύνατο να κατέβουν στην Πρωτεύουσα για τα χρόνια πολλά. Όσο για δώρα, ντρέπονταν και που το σκέπτονταν, λόγω ανέχειας.
Τι είπε η γιαγιά Βιολέτα, θα ‘ρθούν;
Όχι φέτος, γλυκιά μου –προσπαθώ να τα μπαλώσω.
Θα πάρουν όμως, για τα χρόνια πολλά, χρωματίζω τη φωνή μου μ’ ενθουσιασμό.
Εκείνη κατσουφιάζει, μα δεν της πάει φαίνεται στο νου, να ρωτήσει γιατί. Ποιος να εξηγήσει, τα αυτονόητα στους μεγάλους, που στα παιδιά, δεν χρειάζεται άλλος πόνος.
Αλήθεια, ρωτά. Γιατί πήγαμε στον Παιδίατρο;
Προληπτικά. Κυκλοφορούν ιώσεις. Πόσο κρύο ε;
Αλήθεια, επανέλαβε. Σκεπτόσουν πολύ, τις απαντήσεις που μου έδινες πάνω στα προηγούμενα, το πρωί.
Λες για το θέμα με τους δύο νεαρούς.
Άμ τι άλλο, και σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Κοίτα, Βιολέτα. Μερικές έννοιες, μερικές απαντήσεις ήθελα να πω, τις –διακοπή- τις αναλύεις, συνεχίζω, όσο γίνεται πιο στρωτά, στον άλλο. Εξάλλου, τόσο κόσμος δίπλα. Άνθρωποι που δεν γνωρίζαμε.
Αυτός ήταν ο λόγος;
Και αυτός.
Δηλαδή δεν μου έλεγες την αλήθεια.
Στα εξηγούσα, σύμφωνα με την ηλικία σου.
Με τη λογική, θες να πεις.
Πως αλλιώς; Είναι αδύνατο να βγάζεις ξένα συμπεράσματα. Που δεν μας αφορούν.
Δεν έχεις γνώμη;
Έχω, μόνο που –διακόπτω για άλλη μια φορά, το σκεπτικό μου.
Ας πούμε, μιλάς για έναν άνθρωπο ή σε έναν άνθρωπο, προσπαθώντας να τον λογικέψεις, αν τυχόν σ’ ενοχλεί, ή θέλεις να τον αλλάξεις, αποφεύγοντας να τον προσβάλλεις ή να γίνει φανερό πως τον καθοδηγείς –μήπως λέω πολλά; Το παν είναι, ποιες λέξεις θα χρησιμοποιήσεις. Αυθόρμητα βέβαια αν και αυτό βαίνει εξαιρετικά δύσκολο, φορές.
Το κάνεις και μαζί μου αυτό;
Όταν θέλω να σε προστατέψω.
Όπως; Επιμένει. Έξυπνο κορίτσι.
Π.χ. θεωρούμε δεδομένο, ας πούμε για την τηλεόραση, ότι μπορεί και να σπάσει, να πέσει και να σπάσει, αν, τρέχοντας μέσα στο σπίτι, σκοντάψεις πάνω της ξαφνικά. Δεν θα σου πω, από πριν, πρόσεχε, επειδή κάνει λεφτά, κοπίασα για να την έχουμε. Δεν σημαίνει τίποτε, που πουλάνε τα μαγαζιά, με δόσεις, καινούρια. Πρέπει να εκτιμούμε όσα έχουμε και να μη τα θεωρούμε δεδομένα. Τα πράγματα. Επειδή συνυπάρχουν μαζί μας εδώ.
Ούφ, ξεφυσώ μέσα μου.
Τι σχέση έχει αυτό με την αλήθεια; Σα να θυμώνει λιγάκι.
Πως δεν έχει. Έχει και παραέχει. Τι λέμε τώρα. Σκέψου. Σκέψου!
Κοίτα γλυκιά μου, σοβαρεύομαι περισσότερο. Δεν σημαίνει ότι λες ψέματα, αν εξηγείς κάτι, με διαφορετικό, όχι με άμεσο δηλαδή, τρόπο.
Επειδή είμαι παιδί.
Είσαι. Ναι. Απλά δεν είσαι ακριβώς, έτοιμη ακόμη, για ορισμένες έννοιες.
Η μαμά θα ήξερε να μου πει!
Κοίτα, Βιολέτα –και της υποδεικνύω να πλησιάσει- κανείς γονιός δεν είναι τέλειος, και κανείς γονιός δεν θέλει το παιδί του να φαντάζεται τις καταστάσεις, όπως εκείνο προτιμά.
Επέτρεψε μου να σου δηλώσω, πως δεν προσπάθησα να παρασύρω το νου σου, μακριά από την απορία σου. Απλά, φορές, δεν είμαστε έτοιμοι. Εγώ δεν είμαι έτοιμος, όταν θα επιστρέφεις ξανά με νέες απορίες, μεγαλώνοντας. Δεν λέω, πως έχω ξεχάσει πως υπήρξα παιδί, απλά, εμένα δεν μου έλυσε κανείς, όποιες απορίες είχα. Ίσως επειδή κυριαρχούσε αυταρχισμός και μονοκρατορία στο σπίτι. Όσα έμαθα σχετικά με το άλλο φύλο, τα έμαθα μόνος. Δεν ήμουν από τους τυχερούς.
Ούτε η μαμά;
Δεν αναφερθήκαμε στο παρελθόν. Ήταν ένας απαράβατος και άγραφος, νόμος, αναμεταξύ μας. Αν και απορώ, γιατί. Δεν είπαμε, δεν ανοιχτήκαμε εκατό τοις εκατό.
Ακόμη κι όταν σε δημιουργήσαμε, ενόσω ξέραμε πως, γυρόφερνε στο μυαλό μας η αίσθηση, πως ναι, ήταν μια φυσική και αποδεκτή συνέπεια, μα μια πίκρα ελλόχευε στα χείλη. Επειδή δεν μας είχαν μάθει να αγαπάμε το σώμα μας.
Καλά, δεν ξαναπαίρνω αναψυκτικό απ’ το σχολείο, γκρινιάζει.
Όχι, δηλαδή σωστά σκέπτεσαι.
Αν και τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα, πλέον, ήταν πολύ νωρίς να της αναφέρω για τα ένστικτα που ξυπνούν στο σώμα των ανθρώπων, πόσο δε, αρχικά, των εφήβων.
Θέλω να ξέρεις, Βιολέτα μου, πως εγώ θα βρίσκομαι πάντοτε εδώ. Να μ’ εμπιστεύεσαι. Κανείς άλλος δεν σ’ αγαπάει όπως ο πατέρας σου. Θα επισημάνω, εγώ. Κανείς όπως εγώ, όσο κι αν ακουστεί εγωιστικό. Όποιος έχει πονέσει, στερήθηκε στη ζωή του την αγάπη, μόλις βρεθεί αποδέκτης της προσφοράς, δεν παύει να εξαντλείται.
Είσαι τόσο σοφός.
Τίποτα δεν είμαι. Μόνο ο πατέρας σου.
Και ποτέ δεν αποφεύγω, προσθέτω. Δεν θα σου κρύψω ποτέ, κάτι.
Ξέρω πως δεν προλάβαμε να σου προσφέρουμε ένα αδελφάκι, όμως ο χρόνος μου σου ανήκει. Εξάλλου, αυτή είναι η αξία του να είσαι, μεγάλος. Ενήλικος. Η διεκπεραίωση ευθυνών, ακολουθεί μια φυσική τροχιά, αφού πρέπει. Αφού μπορώ. Θέλω και σ’ έχω αναλάβει στο μέγιστο δυνατό, καλύτερα.
Κουράζεσαι μπαμπά.
Τουλάχιστον έχω ελπίδα.
Βιολέτα με λένε, τσιρίζει, γελώντας, κι αυτόματα αρχίζω να την κυνηγώ, γαργαλώντας την.

Θυμάμαι κάποτε, που ένας παλιός γνωστός, βαρέθηκε να είναι μόνος, και ζήτησε από τον Θεό, με παράπονο, μια χάρη: Δεν επιθυμούσε άλλο καλοκαίρι, στεγνό από αγάπη, όπως τα προηγούμενα. Ζήτησε δε, από τον Θεό, να του δώσει ένα σημάδι. Μετά από λίγο, πέρασε ένα φορτηγό μ’ ένα γυναικείο όνομα στην καρότσα. Η συνέχεια επαληθευόταν απόλυτα.
Προσωπικά, προτίμησα μια ρεαλιστικότερη μέθοδο. Κίνησα ο ίδιος τα νήματα. Χρησιμοποιώντας ότι είχα. Ότι ήμουν. Χωρίς ενδιάμεσους, αν και η ιδιοκτήτρια του φούρνου, προθυμοποιήθηκε με χαρά, να ειδοποιήσει την έως τότε άγνωστη μου Άννα, πως ενδιαφερόμουν.
Εγώ που σπάνια συζητούσα κι όχι αντικειμενικά, λόγω απειρίας σε όλα, πλέον πρόσεχα. Σεβόμουν. Μη χάσω την τελευταία ευκαιρία μου.

Θα μιλάμε πάντα, μπαμπά; με ρωτά, πολύ αργότερα.
Απαιτεί σεβασμό. Ετοιμότητα. Παράδειγμα: μια φορά που κατέβαινα στο κέντρο, ο οδηγός του λεωφορείου, απορροφημένος μάλλον σε σκέψεις, παραλίγο να αποφύγει ένα κόκκινο φανάρι. Εγώ το είχα δει μα ντρεπόμουν να φωνάξω, προειδοποιώντας τον. Ευτυχώς, τελευταία στιγμή, ενεργοποιήθηκε, μόνος του. Ήταν αφηρημένος.
Τι σχέση έχει αυτό πάλι;
Καλό είναι να προσέχουμε, πανέτοιμοι πάντα, όσο επιτρέπουμε σ’ εμάς, παρόμοια αντανακλαστικά. Τα λόγια και οι πράξεις μας να μην πληγώνουν. Εσένα, εμένα, φίλους. Γείτονες.
Δασκάλους! με διακόπτει.
Ο οδηγός δεν είδε το κόκκινο. Πίστευε πως θα ‘ναι τυχερός και δεν θα τον πιάσει.
Ποιος;
Μικρή μου, το φανάρι, και χαμογελώ.
Ά, δεν κατάλαβα τι εννοούσες -με πειράζει.
Πήγε πέρα από τα όρια του. Δεν προξενήθηκε επίτηδες. Φυσικά και σεβόταν, κάθε έναν επιβάτη που μετέφερε.
Παρομοίως οι ίδιοι, μεταφέρουμε σεβασμό. Όπως με τη μαμά σου. Θυμάμαι που έσχιζα από περιοδικά, άρθρα με κριτικές εστιατορίων, ώστε, βγαίνοντας, να το απολαμβάνουμε. Σεβόμουν. Άλλωστε, η συζήτηση μόνο ωφελημένους ανθρώπους ετοιμάζει. Προετοιμάζει.
Τα χρήματα που ξόδεψες, λένε, είναι αδύνατο να επιστραφούν. Η συγχώρεση όμως, σαφώς και η επαφή, δωρεάν είναι. Αρκεί η ζέση τούτη, μέσα σου, να τροφοδοτείται με καύσιμα απλότητας. Ορισμένοι τη βαπτίζουν, ταπεινότητα.






Μη τρως συνέχεια το γλυκό πάτο, στα κομμάτια καρυδόπιτας. Θα σου φανεί πολύ στεγνό στο τέλος.
Σαν κι εμένα είσαι κι εσύ, προσθέτω και χαμογελούμε συγχρονισμένα.
Πάλι ήλιο έχει.
Δεν σ’ αρέσει;
Περίμενα χιόνι. Κρύο, και δεν χιονίζει;
Ναι, κι ο ίδιος το περιμένω.
Έτοιμη; Μας περιμένει το καρουσέλ.
Παραμονή Χριστουγέννων. Αραιοί μεταξύ τους σχηματισμοί από σύννεφα, κυκλοφορούν αρκετά αργά στον ουρανό. Ο ήλιος πραγματοποιεί ιδιαίτερη προσπάθεια να μας ζεστάνει.
Σήμερα, από εκείνες τις σπάνιες φορές, μισθώνουμε ταξί.
Ντυθήκαμε με τ’ αγαπημένα μας πουλόβερ. Ζεστά μπουφάν. Χρήματα για δώρα. Τελευταίες προμήθειες. Χαμόγελο. Ζεσταμένη καρδιά.
Η μικρή παρακολουθεί, περίεργη, έξω. Απορροφημένη. Μαγαζιά με εκατοντάδες στολίδια. Στολισμένες βιτρίνες.
Οι δρόμοι γεμίζουν με αυτοκίνητα. Μια χαρούμενη διάθεση μας φροντίζει, σαν αόρατο χάδι, πιστού ουράνιου σωματοφύλακα.
Παρακαλώ, κόψτε από δω, προτρέπω τον οδηγό. Ξινισμένη διάθεση μου αποπνέει, αυτό το άτομο.
Θα κάνετε απεργία, μήπως εδώ κοντά Πρωτοχρονιά;
Δεν μας αφήνουν να μπαίνουμε στις λεωφολωρίδες, απαντά κοφτά.
Χμ, σκέφτομαι. Κακώς άρχισα τη συζήτηση.
Αλλά φταίνε οι δημοσιογράφοι, τονίζει. Θα τους πληρώσουμε κι εμείς, όμως.
Τι εννοεί; Μου γνέφει, κουνώντας το κεφάλι της προς το μέρος μου, η Βιολέτα.
Θα σου πω μετά, κάνω νόημα, κρυφά από τον οδηγό -δεν ρίχνω ξύλα στη φωτιά.
Η μικρή γουρλώνει τα μάτια με μια αστεία γκριμάτσα ζωγραφισμένη με τα πιο ανθρώπινα χρώματα.

Έχει ήδη ανέβει στο καρουσέλ, φροντίζοντας να μου αναφέρει, πως, με σκοτεινιά, θα δείχνει ομορφότερο.
Περιεργαζόμαστε τη γλυκούπολη όπως τη βαπτίζουμε. Όλα εκείνα τα ξύλινα σπίτια-μικρομάγαζα, με λιχουδιές.
Αν είναι δυνατόν να πληρώνει κανείς ενοίκιο, 2000 Ευρώ, για δύο εβδομάδες, όσο θα διαρκέσουν και οι γιορτές. Να χαιρόμαστε την Δήμαρχο μας την φιλάνθρωπη.
Κάποια στιγμή, η μικρή, εκτείνοντας το χέρι, μου δείχνει ένα αγοράκι, που φορά ένα περίεργο, συνάμα ακριβό, θαρρώ, σακάκι ή κοστούμι.
Κάνω νόημα να χαμηλώσει το χέρι της.
Καθημερινές να δεις στο σχολείο, ορισμένα παιδιά.
Πόσο γελοίοι, μιλώ, καταντούν οι γονείς που ντύνουν σα σε δεξίωση, τα τέκνα τους, στο δρόμο προς το σχολείο. Θυμάμαι στον παιδικό σταθμό, ίδια κατάσταση. Επίδειξη πλούτου μα φτωχή καρδιά.
Ενόσω συνεχίζουμε να ρουφούμε μυρωδιές, καταβροχθίζοντας ταυτόχρονα, ζεστό ρόφημα σοκολάτα –προς κατευνασμό αγοραστικής μανίας- αναλύω κι άλλο τη σκέψη μου. Δεν είναι οπαδοί της απλότητας, Βιολέτα μου. Εκείνη έχει χώσει τη μύτη της στο πλαστικό ποτήρι, μη αφήνοντας το, λεπτό.

Ορισμένοι άνθρωποι, πλασματάκι μου, βλέπουν μόνο, ή πιστεύουν πως διαβιώνουν τη γλυκιά ζωή. “Τρώνε”, μόνο τον πάτο από την “καρυδόπιτα”. Πιστεύουν πως η γλύκα, στον δικό τους αιώνα, ενόσω μεγαλώνουν, βρίσκεται στα ακριβά ντυσίματα, πλήρως αδιάφοροι για τα μεγάλα γεγονότα ανά την υφήλιο.
Τι με απασχολεί εμένα, κομπάζουν, οι πλημμυροπαθείς. Ευτυχώς εμείς κατοικούμε σε ύψωμα.
Πιθανόν να καταφέρουν να εκτιμήσουν κάτι, μόλις τους φύγει από τα χέρια.
Χαίρομαι που η κόρη μου είναι έξυπνη. Η κλασσική μουσική, όχι μόνο χαλαρώνει, κυρίως οξύνει την καλλιέργεια του νου. Ηρεμεί. Αγαπά τον ακροατή της.
Νοιώθω χαρούμενος σήμερα.
Η αγαπημένη μου κόρη. Χριστούγεννα. Χαρούμενοι άνθρωποι. Έ όχι κι υπερβολικά! διασκεδασμένοι.
Μόνο όταν χάνεις, γονείς, αναλαμβάνεις σοβαρότερα, το ρόλο του γονιού. Πώς να τιθασεύσεις ένα παιδί. Τον εαυτό σου, σύμφωνα με το νέο πλανόγραμμα.
Μια εικόνα μου θυμίζει τους γονείς. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν ο ένας ξάπλωνε για ύπνο ή ξεκούραση, ο άλλος να σηκώνεται και να στήνεται στην τηλεόραση.

Πες μου ένα παραμύθι.
Κοντεύει ή ώρα να κοιμηθεί. Αύριο Χριστούγεννα.
Ρίχνω μια ματιά εδώ μέσα. Σ’ έναν τοίχο, με την άδεια μου, η Βιολέτα, έχοντας επιλέξει ορισμένες φράσεις, κόλλησε έναν αριθμό σελίδων Α4. Είναι αχνό το φως, δεν φαίνονται. Μα γνωρίζω τι λένε: «Είμαι έξυπνη», «αγαπώ τον μπαμπά», «Έχω τα μαλλιά της μαμάς», «Η Νιόβη, ο Σωτήρης, η Πέτρα, η Πέπη και ο Τάκης, είναι τρελοί!». «Μην με ξεχνάτε όταν γιορτάζω».
Το σκέπτομαι για λίγο, και ξεκινώ το παραμύθι: Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό παιδί. Ένα μικρό αγόρι, το οποίο ζούσε σ’ ένα καταυλισμό. Ψηλά στα βουνά, και σκοπός ήταν, κάθε χάραμα, επίσης και κάθε ηλιοβασίλεμα, να βγαίνει και να μιλάει στον ήλιο. Εκείνα τα λεπτά, ενόσω τα χρώματα γίνονταν σχεδόν διάφανα και δεν ξεχώριζες που ξεκινούσε ο ουρανός και που τελείωνε η γη στον ορίζοντα. Εξηγώντας του, πως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει λιτά, με απλόχερη αγάπη.
Μόνο αυτή η δουλειά του είχε ανατεθεί, και το σύνθημα, ήταν, όταν ένα φυλλαράκι θα τρύπωνε από τις χαραμάδες στα παντζούρια. Θα στεκόταν εκεί, ωσότου το μικρό αγόρι να το απομακρύνει κι ο κύκλος μιας νέας επίσκεψης, την επόμενη μέρα, να επαναληφθεί.
Όμως τελευταία, κανένα φυλλαράκι δεν τρύπωνε πια, από τις χαραμάδες. Ούτε αν άφηνε μια σπιθαμή ανοιχτά, τα παντζούρια, το μικρό αγόρι. Πολύ είχε λησμονήσει τα χρώματα. Την όμορφη ρουτίνα.
Αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Μήπως ήταν κακό παιδί; Μήπως είχε απορροφηθεί με κάτι άλλο, και πως ήταν δυνατόν;! Έξυνε το κεφάλι του.
Οι υπόλοιποι στον καταυλισμό, είχαν ενημερωθεί περί τούτου και χάρηκαν που πιθανόν φαίνεται, θα αναλάμβανε άλλος το χάρισμα αυτής της πράξεως.
Το μικρό αγόρι είχε πέσει σε μελαγχολία. Πόσο δε οι υπόλοιποι, σιγά σιγά. Αφού κανείς πια, δεν μπορούσε να στρέφει τα μάτια προς τον ουρανό εκείνα τα πρώτα μα και τα τελικά λεπτά που ο ήλιος, μια ερχόταν, μια έφευγε.
Δεν φοβόντουσαν.
Απλώς έτσι ήταν. Αρκετοί έχαναν τη δουλειά τους, αφού αργούσαν να ξυπνήσουν, και οι βοσκοί δεν έβρισκαν πλέον το δρόμο της επιστροφής, αφού αποκοιμιόνταν στον δρόμο, χάνοντας έτσι πολύτιμο χρόνο. Τους περίμεναν στον καταυλισμό μα εκείνοι, πλέον τόσες ημέρες, δεν είχαν φανεί πουθενά. Επέστρεφαν στα βοσκοτόπια, μηχανικά, σαν μαγεμένοι.
Το μικρό παιδί, το μικρό αγόρι, σκέφτηκε να ξεγελάσει τον ήλιο, και τοποθέτησε μόνο του, ένα φυλλαράκι, στο παράθυρο, μα τη στιγμή που προσπάθησε να ξεγλιστρήσει, παρατήρησε πως είχαν κολλήσει τα πόδια του στο χώμα. Αδυνατώντας να κινηθεί. Τι συνέβαινε; Με το πέρας των ημερών, η θερμοκρασία κατά της διάρκεια της ημέρας, αντί να παραμένει σταθερή, το μεσημέρι ανέβαινε επίμονα. Ώσπου το μικρό αγόρι λιποθύμησε.
Όλοι έτρεξαν να το συνεφέρουν μα ήταν πλέον αργά.
Για εκείνο.
Αφού πλέον τα μάγια είχαν λυθεί. Οι βοσκοί μπορούσαν να επιστρέψουν στον καταυλισμό και κανείς δεν αργούσε πλέον να ξυπνήσει στην ώρα του.
Κάποτε, πέρασε ένας ξένος από τον τόπο εκείνο και τον άκουσαν να διηγείται μια παρόμοια ιστορία. Ορισμένοι που τον άκουγαν, ρώτησαν γιατί το φυλλαράκι δεν επισκεπτόταν πλέον το αγόρι.
Κι εκείνος χαμογελώντας, απάντησε: επειδή ο ήλιος το είχε καλέσει κοντά του.

Φιλώ τη μικρή και βγαίνω από το δωμάτιο.
Δεν πάω αμέσως για ύπνο. Πρέπει να σκεφτώ ορισμένα πράγματα.
Η μελαγχολία με πλακώνει.
Παγώνει όλο μου το σώμα. Σαν μουσικό θέμα, με θλίψη, από την ταινία, Τσάι στην Σαχάρα. Σαν να τ’ ακούω ξανά και ξανά μες το μυαλό μου.
Τι έκανα;
Πως πήρα την απόφαση ν’ αλλάξω την ζωή μου; Για ποιο λόγο. Μπήκα σε τόσες ευθύνες.
Ποιος με ξεβόλεψε.
Κατέστρεψε τη μοναξιά μου.
Μήπως η έλλειψη αγάπης;
Όλα αυτά τα γυμνά στην τηλεόραση.
Μήπως πήγαινα κόντρα στη φύση μου, όπως μου είπε μια συνάδελφος, παλιά.
Όσο θυμάμαι, που ο πατέρας μου δεν μου μετέφερε, πως η τάδε ή η δείνα, κοπέλα, με είχε πάρει τηλέφωνο, ακόμη θυμώνω. Δεν τον συγχωρώ. Ούτε τώρα που απεβίωσε. Ποτέ!
Ούτε τον παπά Περιάλη, που ξίνισε την μούρη, όταν ζήτησα την γνώμη του για μια κοπέλα, δεκτική στην καρδιά μου.
Πιθανόν να ήταν πιο ζωηρή, μα σε έναν κλειστό τύπο, πιθανόν να ταιριάζει μια ζωηρή ύπαρξη.
Μήπως όμως αποβεί επιπόλαια;
Προσπαθώ να συνέλθω. Να διώξω, σκέψεις αποστροφής προς το δικό μου παρόν. Μα αισθάνομαι τόσο κουρασμένος.
Μελαγχολώ.
Ξημερώματα Χριστουγέννων.
Γιατί να μην είμαι μόνος. Να μην δίνω αναφορά σε κανέναν.
Όλοι γνωρίζουν πως έχω πάρει κιλά. Για πρώτη φορά, χτες, το συνειδητοποίησα. Σαν έκπληξη.
Συναγερμός.
Τι έκανα.
Που καταντήσαμε.
Όλα αυτά τα συναισθήματα, μου θυμίζουν την κατάντια των συναισθημάτων των νέων ανθρώπων, της εποχής μου, παλιά, των τριαντάρηδων, ενόσω αδυνατούσαν να διευκρινίσουν μέσα τους, τι συνέβαινε. Γιατί, απορούσαν, δεν υπήρχε κάποιος να τους σπρώξει εμπρός; Λες και ήταν δυνατόν, άλλος να ζήσει τη ζωή σου! Οπότε εσύ, σαν μηχανικό ρομπότ, να αποδώσεις.
Δεν έχω διάθεση για τίποτα.
Μπαίνω στον διάδρομο, προς το δωμάτιο της μικρής.
Κοντοστέκομαι στην πόρτα.
Δεν ακούγεται τίποτα.
Λες και είμαι μόνος στο σπίτι.








Γιατί έβαλες τόσο μέλι στο τσάι;
Γρήγορα στο δωμάτιο σου!! Φωνάζω θυμωμένος. Λες και η φωνή μου δημιουργεί σχισμές στους τοίχους. Εισχωρεί ανάμεσα στα τούβλα με ορμή και τους ταράζει. Όπως όταν φοβόμαστε ξαφνικά.
Άλλοι τρώνε πίτσα για πρωινό, εξακολουθεί να παραπονιέται εκείνη.
Είπες τίποτα; Φωνάζω δυνατότερα τώρα.
Γελοίε!
Ακούω την πόρτα στο δωμάτιο της που χτυπά με δύναμη.
Παράπονο στο παράπονο.
Χριστούγεννα!
Τι έκανα, Θεέ μου.
Τι οφείλω για να τα περνάω αυτά.
Και χαμήλωσε τη μουσική εκεί μέσα!
Μη με κάνεις να έρθω εκεί μέσα, στραβώνει η σκέψη μου.
Τι τραβάω.
Που βρίσκεσαι Άννα να με καλμάρεις. Θυμάμαι το γέλιο σου ενόσω χόρευα σπίτι. Φιγούρα στη φιγούρα. Είχα ρυθμό κάποτε. Θυμάμαι που σε τραβούσα κοντά, βγαίνοντας στην πόρτα, για να σου κουμπώσω στο παλτό, εκείνα τα περίεργα κουμπιά. Μόνο που δεν ήταν κουμπιά. Αλλά εκείνα τα ξύλινα πομολάκια που έμπαιναν στον κόμπο, απέναντι και συγκρατούσαν το παλτό, σφραγισμένο.
Άννα μου. Πόσο μου άρεσε να σ’ αγκαλιάζω σφιχτά, στο κρεβάτι. Σα μαξιλάρι που ζητά στοργή. Ικανή. Πόσο ικανή ήσουν.

Ύστερα, τα μάτια. Χανόμουν μέσα τους –ένα δάκρυ κυλά στο πρόσωπο.
Ήξερα.
Ταιριάζαμε.
Το φωτεινό σου χαμόγελο. Λιτό μα με απλόχερη αγάπη.
Ως τότε, μόνο σε φανταζόμουν.

Τι έκανα;
Εγώ ήμουν ο ώριμος; Που ωρίμασε απότομα! Τρομάρα σου!
Όταν ήσουν ήρεμη, ήμουν κι εγώ, Άννα. Η τρυφερότητα στο χρώμα της φωνής. Η ώρα. Οι κοινές ώρες. Με θέληση. Κοινό μέτωπο άμυνας.
Ρουφώ αργά αργά, αέρα, αναπνέοντας. Βαθιές αναπνοές.
Φοβάμαι μη με παρασύρει μια απότομη αδιαφορία που θα ραγίσει τη σχέση μου με τη μικρή.
Όπως ενόσω δεν χαίρεσαι τίποτα. Πλέον. Ούτε ο ήλιος ή ένας μικρός περίπατος, τότε, δεν αρκεί. Ούτε ν’ ασχολείσαι με το νοικοκυριό;
Πρέπει να ασχοληθώ με τη μικρή.
Να μπαλώσω, καταστάσεις. Θυμάμαι Άννα, την πρώτη μας βόλτα, ποδηλατώντας. Χαρούμενη που ήσουν.
Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν ν’ αφοσιωθείς σε εμένα.
Να βρεις αξία.

Ησυχία επικρατεί στο σπίτι.
Το μόνο που ακούγεται είναι το πιρούνι στο πιάτο.
Τρώω μηχανικά χωρίς να το θέλω.
Ολοκληρώνω. Σηκώνομαι.
Στήνω αυτί στην πόρτα του δωματίου της μικρής.
Νέκρα. Ίσως να κλαίει.
Απομακρύνομαι.
Ανοίγω μηχανικά το στερεοφωνικό.
«Μεθυσμένα τραγούδια θ’ ακούς», ερμηνεύει ο γνωστός μελωδός. Μόνο που ο ίδιος δεν χώρισα. Τούτη την τιμή μου την πρόσφερε η μοίρα. Χωρίζοντας με από το μόνο πλάσμα που αναγνώρισε αξία.
Θέλω κάτι ν’ αλλάξω.
Λεπτά που περνούν, με τα χέρια να βαστάζουν το πρόσωπο.
Μια σκέψη περνά από το νου. Να καλέσω τους γονείς των φίλων της Βιολέτας. Όλο και κάποιοι θα δεχτούν, Χριστούγεννα σήμερα, να την καλέσουν σπίτι τους. Όχι επειδή θα μου ‘χει θυμώσει –και δικαιολογημένα, όπως της φέρθηκα- περισσότερο για να ξεφύγει λίγο. Να χαρεί.
Η μητέρα του Σωτηράκη, μου μεταφέρει μια σκέψη της. Θα έρθουν το απόγευμα. Να τους περιμένουμε. Δεν αναφέρω ότι τσακώθηκα με τη μικρή –συνεννόηση από τηλεφώνου.
Τι γλυκιά έκπληξη θα είναι για εκείνη.
Κατευθύνομαι στο δωμάτιο της, χτυπώντας συνθηματικά, την πόρτα.
Βιολετούλα, χρωματίζω τη φωνή, με ευγένεια.
Πλασματάκι μου –τώρα, με τρυφερότητα.
Μπουμπουκάκι. Πλέον με αγάπη.
Σπρώχνω ελάχιστα την πόρτα. Δεν έχει κλειδώσει. Όπως τα βράδια, ενόσω λείπω στη δουλειά, για το φόβο των διαρρηκτών.
Κάθεται πλάι στον μεγάλο εκείνο όγκο, τον αρκούδο της, όσο η ίδια, ίσως μεγαλύτερος, να είναι. Το έχει στρέψει προς το παράθυρο. Κοιτούν μαζί, έξω.
Αγγελούδι μου, μιλώ.
Συγνώμη μικρό μου. Παραφέρθηκα. Ο μπαμπάς, πότε πότε, κάνει κουταμάρες, γελώ άνοστα στο τέλος της πρότασης.
Δεν μιλά. Σαν ναρκωμένη.
Θα φας κάτι; (Το κατοχικό σύνδρομο).
Έλα μωρό μου. Δώσε μου λίγη σημασία.
Χριστούγεννα να σου πετύχουν, ψιθυρίζει.
Έλα, μωράκι.
Δεν είμαι μωράκι!

Πλησιάζω. Κάθομαι. Ετούτη τη φορά, από το πλάι του μεγάλου χνουδωτού της κούκλου. Προσπαθώντας να την κάνω να γελάσει, πότε κρύβοντας το πρόσωπο μου, πότε εμφανίζοντας το.
Τίποτα.
Ξέρεις, Βιολέτα, σοβαρεύομαι. Όλοι μοιάζουν σε κάποιον.
Εσύ ας πούμε, έχεις τα μαλλιά της μαμάς. Μα και την υπομονή της. Πρέπει, να έχεις την υπομονή της, Βιολέτα. Πρέπει να είσαι υπομονετική μαζί μου.
Δεν είμαι εγώ, ο μεγάλος εδώ μέσα.
Δίκιο έχεις. Δεν είναι δικός σου ρόλος αυτός. Δίκιο έχεις. Πρέπει να δίνω το παράδειγμα.
Λάθος το πρωινό.
Έλα μωρούλι, ηρέμησε.
Τότε, πλησιάζω την παλάμη μου στο κεφαλάκι της, ώστε να τη χαϊδέψω. Σα να τραβήχτηκε για ελάχιστα, έπειτα όμως, υποχωρεί. Παρομοίως με την νευρικότητα μου.
Σηκώνεται. Με πλησιάζει. Με το βλέμμα ενός παιδιού με απλή καρδιά –πικραμένου παιδιού;
Ρίχνει το κεφάλι της στον ώμο μου, όρθια όπως είναι, και μένουμε έτσι. Για λίγα λεπτά. Ο ίδιος. Η μικρή, κι ο κούκλος στο πλάι που σαν να έγειρε κι εκείνος, προς το μέρος μας.







Να που από μια κακή συγκυρία, βγήκε και κάτι καλό.
Θα μας επισκέπτονταν ο Σωτηράκης με τους γονείς του.
Σαν μια μικρή βοήθεια, ίσως, στον πόνο μας.
Στη μοναξιά μας. Όχι ως επιβράβευση στο λάθος μου. Απλά ως γλυκιά παρηγοριά.
Πόση ευγένεια και ανθρωπιά, αποπνέει μια ολιγομελή παρέα. Η ώρα περνά, μπορεί και πληκτικά μερικές φορές, τουλάχιστον όμως ετούτη τη φορά, θα ζωντανέψει το σπίτι μας.
Καιρό έχει να πατήσει άνθρωπος, μεγάλος ηλικιακά εννοώ.
Τι να ετοιμάσω.
Τηγανίζω πατάτες.
Η μικρή, με φιλότιμες προσπάθειες, κόβει σαλάτα μαρούλι.
Με προσοχή το μαχαίρι, και κλείνω για ελάχιστα, τα βλέφαρα, όπως κάνουν οι γάτες όταν συνεννοούνται.
Χαμογελά.
Προσέχω να παραμείνουν μαλακές εσωτερικά, οι πατάτες.
Από το στερεοφωνικό, ακούγονται μια χορωδία παιδιών, με κάλαντα στα Ελληνικά. Τα δωμάτια γεμίζουν χαρά. Οι τοίχοι ηρεμούν και εκείνοι.

Μετά το φαγητό και τον μεσημεριανό ύπνο, η διάθεση μας επιστρέφει σε παλιά, γνώριμα μονοπάτια.
Μια έκπληξη όμως, μας περίμενε.
Αντί να φτάσουν, μόνο, ο Σωτηράκης με τους γονείς του, μερικά άλλα, μικρά και μεγάλα, κεφάλια, με μικρογέλια, συνωστίζονταν έως το ασανσέρ, χαμογελώντας μου.
Βιολέτα, φωνάζω. Έλα να δεις.

Ενόσω εκείνο το μικρό τσούρμο, στριμωχνόταν στην είσοδο, καταλαμβάνοντας τον διάδρομο ως τις σκάλες, αναμένοντας όλοι μαζί, την μικρή, όταν η κόρη μου πλησίασε αρκετά, χαρμόσυνα κάλαντα, ξέσπασαν αρμονικά. Άλλοι τραγουδώντας, κάποιοι με τρίγωνα. Μερικοί, χτυπώντας ρυθμικά, τα παπούτσια. Η Βιολέτα πετάει από τη χαρά της. Φιλά έναν έναν, τους “απρόσκλητους” καλεσμένους. Να ο Σωτηράκης, ο Τάκης, η Νιόβη, η Πέπη και η Πέτρα. Ορμούν στο λιτό μπουφέ. Συναγωνίζονται στο ποιος θα φάει περισσότερα μελομακάρονα, κουραμπιέδες και γλυκά. Οι γονείς τους, με τάπερ στα χέρια, “τσακώνονται”, ποιος θα πρωτοβοηθήσει με το φαγητό στην κουζίνα. Εγώ κατεβάζω τα καλά πιάτα αν και από ποτήρια, βρισκόμαστε στα ίδια.
Να και ορισμένοι παππούδες και γιαγιάδες.
Το κρεβάτι στο υπνοδωμάτιο μου, γεμάτο με παλτά, μπουφάν και σακάκια.
Το σπίτι γελά. Με χαρά.
Δεν έχω ποτά. Κερνώ όμως γλυκά, που δεν λείπουν.
Ένα μικρό πάρτι ξεκινά και η μουσική σκεπάζει σχεδόν, κάθε κουβέντα.
Προσπαθώ να ανεχτώ τον καπνό λόγω καπνίσματος. Δεν κάπνισα ποτέ μου. Να βάλω τα χεράκια μου να χάσω την υγεία μου;
Ενόσω ωρίμαζε από ανθρώπινα χνώτα, η βραδιά, και γνωριζόμαστε μεταξύ μας οι ενήλικες, δεν περνά ποτέ μου από το νου, να ξεχάσω την Άννα.
Το δωμάτιο της μικρής, ξεχειλίζει θαρρώ, από παιχνίδια. Δώρα. Μια γλυκιά αναμπουμπούλα. Γελάκια, φωνές. Χριστούγεννα οικογενειακά. Πλήρη.
Μπαμπά!
Ναι;
Σε ζητούν στο τηλέφωνο.
Που κατάφερε και το άκουσε η κατεργάρα.
Πλησιάζω. Σηκώνω το ακουστικό.
Παρακαλώ;
Η γιαγιά Βιολέτα με τον σύζυγο της, μας στέλνουν, χρόνια πολλά. Ευχές. Πολλές ευχές. Απορούν. Προς τι η φασαρία. Ενημερώνω.
Πλέον, το κλίμα στο σαλόνι ηρεμεί, σταδιακά.
Η κλασσική μουσική πλημμυρίζει κάθε μικρή γωνιά. Οι άντρες, δύο τους, παίζουν τάβλι. Ορισμένοι, μαζί και γυναίκες, συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μονόπολυ. Μερικές μαμάδες στην κουζίνα, επίσης και γιαγιάδες, με βοηθούν με τα άπλυτα κουζινικά.






Καλημέρα.
Καλημέρα.
Θα πάμε πουθενά σήμερα;
Θα βάλω πλυντήριο.
Μα είναι καλός ο καιρός.
Πιθανόν να είναι κλειστά τα πάντα, σήμερα.
Μπαμπά;
Παρακαλώ.
Οι μαμάδες τα είχαν όλα έξω, χτες.
Η μόδα φταίει. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να δείξουν αυτό που πωλούν αναμεταξύ τους. Προς επιβεβαίωση, πως είναι ενεργοί στις προσωπικές τους σχέσεις. Ορισμένες γυναίκες, που δεν έχουν καν τα προσόντα, εξακολουθούν να επιμένουν σε ντεκολτέ.
Διαφορετικά δεν είναι γυναίκες, μπαμπά;
Έ, η γυναίκα, αν δεν έχει τα στοιχειώδη προσόντα, δεν είναι γυναίκα. Ούπς, σκέφτομαι. Ελπίζω να μη το θυμάται αυτό όταν μεγαλώσει.
Είδες, χτες, στην τηλεόραση.
Τι; Μπουμπουκάκι μου. Δεν παρακολουθούσα.
Κι εκεί. Πολλά. Πολλά! Ντεκολτέ, και χαμογελά.
Ορισμένοι άνθρωποι, Βιολέτα, δεν πιστεύουν σε τίποτα. Παρά μόνο στη δύναμη του σώματος τους. Φυσικά και είναι όμορφο, να δείχνει κανείς, νέος, ή και θελκτικός. Θα το καταλάβεις όταν μεγαλώσεις, μικρή μου. Εξάλλου, οι νέοι έχουν ανάγκη τους νέους, γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο. Για παρέα. Ζωντάνια. Ενεργητικότητα. Όμως, όλη αυτή η προκλητικότητα, ιδιαίτερα εκεί στο κουτί που παρακολουθείς, δεν προσφέρει τίποτα απολύτως καλό. Δεν ωφελεί. Έτσι μου ‘ρχεται ορισμένες φορές, να “μπω” εκεί μέσα και να φωνάξω: Να σε χαίρεται η μαμάκα σου που βγαίνεις με τα εσώρουχα στα πρωινάδικα, προς διαφήμιση τέτοιων προϊόντων. Λες και έρχεται η άλλη, με τα εσώρουχα για να εργαστεί.
Η μικρή γελά με την καρδιά της.
Ορισμένοι άνθρωποι, Βιολέτα, συνεχίζω, ντροπιάζουν την γενετήσια πράξη.
Την ποια;
Αυτό που πράττουν μεταξύ τους, ένας άντρας και μια γυναίκα, πίσω από κλειστή πόρτα.
Πως;
Χρησιμοποιώντας, Βιολέτα, ο άντρας και η γυναίκα, εκείνο με το οποίο κάνουν πιπί.
Κι εγώ μπορώ;
Όχι γλυκιά μου. Είσαι παιδί ακόμη. Είναι κάτι, που είναι δυνατόν να πράττουν μεταξύ τους, μια γυναίκα κι ένας άντρας όταν γίνουν δεκαοχτώ. Οπότε μπορούν να προχωρήσουν και σε δημιουργία παιδιών.
Τότε γεννήθηκα εγώ, μπαμπά;
Δηλαδή, πότε;
Όταν ήσουν δεκαοχτώ.
Όχι, όχι. Πολύ μεγαλύτερος.
Γιατί μπαμπά;
Δεν έβρισκα την κατάλληλη σύντροφο.
Γιατί;
Επειδή ένας άντρας, χρειάζεται να δουλεύει για να τον επιλέξουν.
Ποιοι;
Μια γυναίκα.
Έτσι πρέπει;
Έτσι πρέπει.
Και γεννήθηκα όταν ήσουν δεκαοχτώ;
Όχι σου είπα, μωρό μου. Ώπ, συγνώμη, ήθελα να πω, μπουμπουκάκι.
Τότε;
Πράττοντας εκείνο που μπορούν, ένας άντρας και μια γυναίκα, πίσω από μια κλειστή πόρτα.
Όχι εμπρός. Και μου χαμογελά, δήθεν απορημένη; Τα παιδιά γνωρίζουν τα πάντα, σήμερα. Να ‘ναι καλά οι καναλάρχες. Πόσο αγαπητά παιδιά, είστε. Σας αγαπάμε βρε οικογενειάρχες, να μην πω, ποιανού, τώρα.
Και εμπρός. Ναι. Βιολέτα. Οι άνθρωποι είναι πλήρεις σε αδυναμίες. Δεν μπορούν να σταματήσουν.
Τι πράγμα, μπαμπά;
Να προκαλούν ο ένας τον άλλο. Πιστεύουν δηλαδή πως μας προκαλούν, εμάς που αγαπάμε τον εαυτό μας. Που έχουμε εγκράτεια πλέον, μα ελπίζουμε.
Εγκράτεια;
Δηλαδή, μικρό μου μπουμπουκάκι αγάπης, εμείς που αγαπάμε το σώμα μας, ορίζοντας οι ίδιοι τις ζωές μας, κι όχι οι ορμόνες μας. Διαφορετικά, όταν σε παρασύρουν οι ορμόνες που οδηγούν τα ζευγάρια, πίσω από κλειστές, κι όχι μόνο, ναι, όχι μόνο, πόρτες, τότε, να σταματήσεις αυτή την ασχολία, βαίνει εξαιρετικά δύσκολο.
Γιατί, μπαμπά;
Τα επίπεδα, τα ορμονικά, στον οργανισμό ορισμένων ανθρώπων, είναι πέραν του φυσιολογικού. Ή έτσι πιστεύουν εκείνοι. Είναι, βλέπεις, εθισμένοι πλέον. Όπως οι ναρκομανείς. Δεν ορίζουν οι ίδιοι το σώμα τους, παρά αναλαμβάνει την κυριαρχία, το σώμα και οι ορέξεις του. Θυμάμαι, πριν λίγες ημέρες, είδα στις ειδήσεις, μια κοπέλα της γειτονιάς μας, η οποία ανέλυε στον δημοσιογράφο, πως χρειάζεται 250 Ευρώ, σε ναρκωτικά, καθημερινά, για να εξακολουθήσει να αισθάνεται “καλά”. Φαντάσου την έκπληξη μου, εκείνη η κοπέλα, που πριν γνωρίσω τη μαμά σου, μου είχε ζητήσει μια φορά, χρήματα, κι εγώ της απάντησα κάποια συμβουλή, ο ανόητος. Μα ας γυρίσουμε στη προηγούμενη συζήτηση. Γι’ αυτό που λες, χτες, επειδή ορισμένες μαμάδες πιστεύουν πως τα ορμονικά επίπεδα στον οργανισμό τους, βρίσκονται και κινούνται πέραν του φυσιολογικού, προτίμησαν να φορέσουν ντεκολτέ. Δεν ορίζουν οι ίδιες, το σώμα τους. Αμφιβάλλω δε, αν είναι και φεμινίστριες.
Η Βιολέτα επιλέγει να μη συνεχίσει τη συζήτηση. Απομακρύνεται προς το μπαλκόνι.
Περάσαμε ωραία όμως, ε; μιλώ.
Κοινωνικά, σκέπτομαι.
Εκείνη γνέφει καταφατικά.

Πρέπει να βάλω πλυντήριο. Να μαγειρέψω.
Το μεσημέρι, θα κατέβαζα από την ταράτσα, παγωμένα αλλά στεγνά, τα ρούχα.
Ήλιος με δόντια.






Είναι μερικά βράδια, που δεν θέλεις να κοιμηθείς, ούτε όμως και να δεις τηλεόραση. Κάτι περίεργα βράδια.
Ούτε να διαβάσεις, θες, ή ν’ ακούσεις μουσική που θα ήταν και το συνηθέστερο.
Απλά προσγειώνεσαι στο δωμάτιο, με μια περίεργη αίσθηση, τριγύρω. Ή πιο ουσιαστικά, μέσα σου.
Τότε, σκέφτεσαι, συνειδητοποιείς, πόσο καλό κάνει η κοινωνικότητα, ή έστω, η επαφή με παλιούς γνωστούς. Γνωστοί, που περνούσε από το χέρι μας να είμαστε φίλοι. Είχαν τα προσόντα, όσο κι αν ορισμένοι συνάδελφοι ή γνωστοί, τους κατηγορούσαν.
Αυτόματα, μου έρχεται στο νου, η συζήτηση που είχα με έναν συνάδελφο μου, όταν δεν εργαζόμουν ως φύλακας, νύχτα.
Μια μέρα, ξαφνικά, συλλογίστηκα να επισκεφτώ εκείνη τη παλιά δουλειά με τα όποια προβλήματα παραμονής εκεί ή ξηρότητας από πιθανή σύζυγο.

Πως κι αυτό; Πως και μας θυμήθηκες; Ρωτά έκπληκτος ο Βασίλης. Ο παλαιός μου συνάδελφος.
Δεν ξέρω. Ίσως νοστάλγησα τη δουλειά.
Εγώ ξέρω πως δεν σου άρεσε.
Επειδή δεν με βοήθησαν να γίνω μόνιμος. Ξέρεις Βασίλη, όπου και να πας, τις ίδιες δυσκολίες θα συναντήσεις. Εσύ, ακόμα εδώ, ε; Το ύφος μου τον συμπονά.
Ναι, δυστυχώς.
Δεν σε πήραν τελικά στο σιδηρόδρομο, όπως μου ‘πες, είχες ελπίδες.
Όχι, όχι. Δεν έτυχε.
Ακόμη τα ίδια προβλήματα;
Εννοείς εδώ, με τον Διευθυντή;
Φυσικά.
Τι έγινες εσύ; Παντρεύτηκες, Βασίλη;
Όχι, όχι. Δεν έτυχε.


Θυμάσαι που στις συζητήσεις μας έστω, τις λίγες εδώ μέσα, ανέφερα, πως βλέπουμε τη γυναίκα, μα δεν θυμάμαι να είπα ποτέ, πως χρειάζεται, ή χρειάζονται να τις αντιμετωπίζουμε.
Πάντα πίστευα πως ήσουν καλό παιδί.
Νομίζω, Βασίλη, πως θα μπορούσαμε να γίνουμε, καλοί φίλοι. Θυμάμαι, την τελευταία φορά που σε είχα δει, μου πρότεινες να ξαναπεράσω. Αυτό σήμαινε πολλά. Για μένα. Πως κάπου, άξιζα. Έστω, κι αυτές τις ελάχιστες συζητήσεις.
Και πως και δεν πέρασες;
Ντράπηκα. Βρισκόμουν, ενώ δεν το αναγνώριζα, σε μόνιμη κατάθλιψη.
Και τι συνέβη;
Να σου πω την αλήθεια, δεν προσπάθησα να συνέλθω. Είπα, ας το αφήσω να δω που θα πάει. Ορισμένοι θα το αποκαλούσαν, τεμπελιά. Άλλοι, άρνηση της πραγματικότητας. Κάποιοι “γλωσσομαθείς” στη ζωή, θα με κοιτούσαν με μισό μάτι.
Και πως άλλαξες;
Φαίνεται;
Δεν ξέρω. Φυσικό δεν είναι; Τόσα χρόνια, πλέον.
Έ, κάποια στιγμή, να σου πω, Βασίλη, βαρέθηκα. Μια, γιατί χρειαζόμουν κι εγώ να ολοκληρώσω μια σχέση μου. Μια γιατί ζήλευα να μην μπορώ ν’ αγοράσω τα ελάχιστα που χρειαζόμουν. Ξέρεις πως είναι αυτά φίλε.
Θυμάσαι τους φουσκωμένους λογαριασμούς του κινητού μου.
Ακόμα, ε; χαμογελώ. Δεν πειράζει, φίλε. Το παν είναι να το παίρνεις απόφαση.
Εσύ τι έκανες; Προχώρησες;
Βέβαια. Παντρεύτηκα. Έχω και μια κόρη. Βιολέτα τη λένε. Είναι το αποκούμπι μου. Ξέρεις, την έχασα τη μαμά της. Ατύχημα. Μέρα μεσημέρι. Πεζή εκείνη.
Δείχνει να με αφουγκράζεται.


Δεν λέω, τα πρώτα χρόνια ήταν μοναδικά. Με βοήθησε πολύ, η Άννα, η γυναίκα μου. Έπειτα την έχασα, μεγάλωσα απότομα –παύση. Η μικρή. Η χαρά της ζωής μου –ο Βασίλης χαμογελά. Και πάντα, ξέρεις, ανησυχούσα, για τα μπουσουλήματα της. Μην αγγίξει το πάτωμα με γυμνά χέρια. Μη λερωθεί. Μη πάθει κακό. Πάντοτε την προστάτευα. Μου πήρε όλη μου την αγάπη. Αν ήμουν ικανός, θα την προφύλασσα κι από αόρατους κινδύνους. Που είναι και πιο φοβεροί.
Εφιάλτες;
Χειρότερα. Πράγματα που δεν βλέπεις μα η φύση μας γνωρίζει, χάρη στο λάθος του Αδάμ και της Εύας, πως υφίσταται. Πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί. Πάντοτε λες, κάτι νέο θα τύχει, και ποιος θα σε προετοιμάσει. Βέβαια, βιβλία βρίσκεις σχετικά, μα ένας ανύπαντρος άντρας, συγνώμη, εννοώ, χήρος άντρας, έχει πολλά στο νου. Τουλάχιστον όσο διατηρείται νέος και σφριγηλός.
Πάχυνες λίγο.
Άστα, Βασίλη. Κάποτε έλεγα πως το να είμαι αδύνατος, μου προσφέρει την ευκαιρία να είμαι αποδεκτός. Τελευταία με άφησα. Δεν ξέρω. Χαρά βέβαια και ευθύνη. Η Βιολέτα. Μα όπως και να το δούμε, δεν είναι καλό να μένεις μόνος.
Σωστά.
Σε απασχολώ από τη δουλειά σου;
Έ, πρέπει ν΄ ανεβώ και στο κατάστημα.
Πέρνα καμιά μέρα απ’ το σπίτι. Θα χαρούμε.
Είσαι ευτυχισμένος;
Ευτυχισμένος, Βασίλη; Ναι, είμαι, μιλώ χωρίς να σκεφτώ. Τα παιδιά, φίλε. Ίσως θα έπρεπε κάποια στιγμή, να τους πούμε τι αισθανόμαστε γι’ αυτά. Τα δικά μου εννοώ. Βέβαια, τα ορφανά, πάντοτε θα τα λυπόμαστε. Εξάλλου, φίλε, υπήρξα νέος, παιδί, και θυμάμαι πως είναι. Ευτυχώς. Όχι τόσο, για εκείνους που δεν ωριμάζουν ποτέ. Τέλος πάντων. Ποιος τους δίνει σημασία. Ίσως θα έπρεπε τα παιδιά, να γνωρίσουν μ’ ένα τρόπο, ρεαλιστικό, πως είναι η ευθύνη τους. Πως λογαριάζονται τα έξοδα. Και πως, φορές, τα έξοδα, οι απαιτήσεις τους ή οι δικές μας απαιτήσεις σε αγαθά, βλάπτουν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Ανεβαίνουμε;
Μετά χαράς. Η Βιολέτα, Βασίλη, είναι το φως μου. Το δώρο του Θεού. Δεν πίστεψα ποτέ, αληθινά, σ’ Αυτόν, επειδή μου έλειπε η ανθρώπινη συντροφιά. Μα φαίνεται πως με λυπήθηκε. Ίσως μ’ αγαπά όπως προστατεύω εγώ τη μικρή. Μάλλον, ήθελε να μου δώσει μια ευθύνη, μόνος μου, ώστε να στερεωθώ στη ζωή και να μη περιμένω, δια βίου, όλο από τους άλλους.
Καλή σκέψη.
Λοιπόν Βασίλη, σε περιμένουμε. Έτσι;
Θα δείξει.
Όπως νομίζεις. Λοιπόν, γεια σου και καλή συνέχεια, όσο καλή συνέχεια γίνεται εδώ μέσα! Γεια σου λοιπόν.
Δίνουμε τα χέρια τυπικά. Ανταλλάζουμε, χρόνια πολλά. Καλές γιορτές.
Απομακρύνομαι.
Ναι, θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι, ακόμη. Όσο κι αν τον κατηγορούσε μια στενή μου συνάδελφος εκεί μέσα, για το άστατο του χαρακτήρα του. Πιστεύεις τώρα, στα λεγόμενα του; Προσπαθούσε εκείνη να με συνεφέρει.
Δεν ξέρω αν ήμουν απόλυτα πεπεισμένος. Άλλωστε η ζωή είναι το καλύτερο σχολείο, και η ανησυχία να μεγαλώνεις ένα παιδί σε μια ανώμαλη κοινωνία που ο καθένας φοβάται για το τι θα του ξημερώσει, ε τότε. Άστα, μην τα σκέφτεσαι.

Κάπου εδώ, σταματώ να θυμάμαι. Είμαι κουρασμένος.
Όχι, έτσι το λέω.
Ναι, ίσως κάποτε μας επισκεφτεί ο Βασίλης.
Δεν ακούγεται τίποτα, πια, εδώ μέσα.

Κάποτε με ενοχλούσε το ροχαλητό της μαμάς. Διπλανές πόρτες βλέπεις. Δεν με ενοχλούσε όμως, ότι δεν εκτιμούσα την παρουσία τους. Ούτε και τη γεύση του ετοιμασμένου μαγειρεμένου φαγητού.
Πλέον, δεν ζούνε.
Σα να τιμωρούμαι, νομίζω.






Κλαίω. Μου βγαίνει, και κλαίω.
Σα να ξεσπά ο οργανισμός, διαμαρτυρόμενος για την πολυφαγία.
Όμως δεν είναι ετούτος ο λόγος.
Τι είναι αυτό που σε οδηγεί στο αντίθετο σου φύλο, πέρα από την διαφορετικότητα του. Την ομορφιά του. Τη στάση ζωής. Ενόσω εκείνη σκέπτεται πιθανόν και λογαριάζει, καταστάσεις. Ζυγίζει τα υπέρ σου, όποιο βαθμό προσοχής. Υπομονής. Έκπληκτη κάθε φορά, ενόσω ένα ξαφνικό δώρο ή μια κίνηση ευγενική, ανθρώπινη, τοποθετεί στο “κτίσμα” σου, εκείνο που είσαι, ένα ακόμα δοκάρι.
Αν και δεν λείπουν φυσικά, στιγμές ανάρμοστες λόγω άγνοιας. Όπως, ενόσω προτείνεις να μοιραστείτε τα έξοδα, εκεί που έχετε καθίσει, κι όλος ο κόσμος, θαρρείς, εσάς κοιτά. Πως αλληλεπιδράτε. Ίσως να στήνουν και αυτί. Άθελα τους.
Έπειτα οι ώρες του ελεύθερου χρόνου. Πάμπολλες φορές, δεν συγκλίνουν. Εκείνη θα καθαρίσει το σπίτι. Θα μαγειρέψει για αύριο. Θα βγει με μια φίλη. Προτιμά να διαβάσει, δεν αισθάνεται καλά.
Είναι κουρασμένη.
Εκείνος πάντα κουρασμένος λόγω ορθοστασίας και συνεχούς κίνησης. Βαριέται να σιδερώσει. Αργεί να σφουγγαρίσει. Μαγειρεύει μηχανικά. Τρώει συνήθως έξω. Τις ειδήσεις, μαθαίνει σιγά σιγά, να τις αποφεύγει.
Που χρόνος για κοινά όνειρα, μελλοντικά. Τα έξοδα τρέχουν, οι λογαριασμοί δεν περιμένουν. Το πετρέλαιο ανέβηκε. Ο κακός γείτονας δεν παύει όποια φασαρία. Δεν φοβάται καν, την αστυνομία.
Η κούραση μεταφράζεται σε απογοήτευση. Χρόνια χαμένα. Ανησυχία πολύ.
Κάποια στιγμή, εκείνη κι εκείνος, βαπτίζουν την αγάπη τους, έρωτα. Δοκιμάζουν ο ένας τον άλλο. Αν και δεν το χρειάζονταν ιδιαίτερα. Εκείνη τουλάχιστον. Έφτανε η αγκαλιά και η παράδοση άνευ όρων όμως, σε ανθρωπιά.
Ο άνθρωπος πρέπει να κινείται εμπρός –μου είπες, Άννα, κάπου εκεί στη μέση της γνωριμίας μας.
Κι όπως πάντα, με κάθε μου σχέση –ανολοκλήρωτη- αισθανόμουν πως πιεζόμουν να αλλάξω. Να βγω απ΄ το καβούκι που βρώμιζε λόγω απάθειας, κατευθύνοντας τα χνάρια μου σε άλλη καρδιά.






Τι έχεις μπαμπά;
Ά, τίποτα σοβαρό, γλυκιά μου. Απλά, φαίνεται, τώρα ξεσπά ο οργανισμός. Θα κρύωσα ενόσω άπλωνα τα ρούχα μ’ εκείνη την παγωνιά, πριν δύο μέρες, κι ήρθε κι έδεσε, χτες, που επιστρέφαμε από το παιδικό θέατρο, το πρωί. Θυμάσαι τον απρόσεχτο οδηγό, πως με πιτσίλισε με αγένεια. Δόξα το θεό, πάμπολλοι από δαύτους.
Να που ένα δάκρυ, κυλά απότομα στο μάγουλο.
Εσύ κάτι έχεις.
Έ, είναι από το κρύωμα, δικαιολογούμαι.
Εγώ φταίω που πέθανε η μαμά;

Μη το ξαναπείς σε παρακαλώ. Η συγκυρία ήταν η κατάλληλη. Φορές, αναρωτιέμαι, συλλογίζομαι, μήπως τιμωρήθηκα που φερνόμουν άσχημα, στους γονείς μου. Περιφρονώντας τους. Όχι πως εκείνοι, φυσικά, δεν έφταιξαν.
Φορές, Βιολετίτσα, περνάνε τα χρόνια, και θλιμμένος όπως είσαι, απορείς: γιατί μου συμβαίνει αυτό; Θυμάσαι ένα συμβάν, ας πούμε στην παιδική ηλικία. Όπου έκανες κάτι πολύ κακό. Η συγκεκριμένη ενέργεια σου, τότε, ίσως να τάραξε την υγεία του άλλου. Φέρνεις όλο σου το βίο, εμπρός. Τι έκανα. Τι φταίω και πληρώνω την τάδε, παρούσα ταλαιπωρία. Αν και θυμάσαι ένα δυο παραδείγματα που σου άξιζε όντως η τιμωρία. Έστω και καθυστερημένη. Αυτόματα, ξεβολεύεσαι κι όλα πάνε στραβά.
Όχι όχι, καρδιά μου, ησύχασε. Για μένα μιλάω. Δεν φταις εσύ που χάθηκε η μαμά. Η Άννα μας, έστω κι αν ως μωρό, δεν είχες την απαιτούμενη αντίληψη, για να οργανώσεις την τότε μνήμη σου. Εικόνες και ήχους.
Εγώ, θυμάμαι, πολύ μικρός, στο νηπιαγωγείο, μόνο μια εικόνα: ένα παιχνίδι. Ύστερα, κενό.
Τα χρόνια διαβαίνανε, οι γονείς μου έχασαν τους δικούς τους γονείς, και ποτέ δεν συνειδητοποίησα πως αισθάνονταν παρά όταν κι οι δικοί μου γονείς, που ούτε εκείνους πρόλαβες, χάθηκαν.
Φαίνεται, νομίζω, πως ράγισαν οι καρδιές τους λόγω σκληρότητας μου. Αν δεν στεριώνεις πουθενά, κυρίως εργασιακά, πολλά κουδούνια ακούγονται. Μα οι περισσότεροι αποφεύγουν.
Κρίμα μικρή μου, κι ήθελα να πάμε βόλτα με το τράμ σήμερα.
Δεν πειράζει μπαμπά. Μην μου αρρωστήσεις μόνο.
Νομίζω ότι ανεβάζω πυρετό.
Πάω να σου ζεστάνω λίγο γάλα.
Με προσοχή, ε; Εγώ ήμουν τώρα το μωρό. Άραγε, συμβαίνει εξίσου τα μωρά να αντιλαμβάνονται το χαμό των γονιών τους, όπως το νυστέρι του γιατρού, έρχεται και τα σκοτώνει; Μεγαλώνοντας, ενήλικος πλέον, συμφιλιώνεται κανείς με το θάνατο; Κυρίως τον δικό του, μελλοντικά. Όσο φέρνω στο νου μου το απρόβλεπτο του θανάτου της Άννας, ζαλίζομαι. Φαίνεται ο πυρετός ανεβαίνει με ταχείς ρυθμούς.
Φέρε και καμιά δεκαριά φρυγανιές σε παρακαλώ, φωνάζω να με ακούσει.
Τελειώνει και το δώρο των Χριστουγέννων.
Αυτά που μας κλέβουν όλο το χρόνο, μας τα δίνουν μαζεμένα.
Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει.
Εμείς ανταλλάζουμε δώρα, μόνο την Πρωτοχρονιά.
Ο Άγιος Βασίλης στις 25 του Δεκέμβρη, φέρνει μόνο από μια κάρτα, με απλές και ανθρώπινες ευχές.

Όταν αρρώσταινα, ήμουν τόσο γκρινιάρης. Λες και περίμενα, όπως οι νέοι γονείς που απορούν γιατί κλαίει, φαγωμένο το μωρό, παρομοίως ο ίδιος περίμενα να μαντέψουν οι άλλοι γατί υπερέβαλα.
Κρίμα, κι ήθελα να κάνουμε κάτι μαζί, παραπονιέται η μικρή, λίγο αφότου μ’ αφήνει να ρουφήξω την πρώτη γουλιά.
Μα κάθε μέρα, κάνουμε κάτι μαζί, προσπαθώ να με συνεφέρω.
Όχι όταν εργάζεσαι και ξυπνάς μεσημέρι, δίνει έμφαση στην τελική της λέξη.
Μα ξέρεις πως εργάζομαι νύχτα. Τι μπορώ να κάνω, γκρινιάζω σαν μωρό. Προσπαθώ να χαμογελάσω.
Θα πάμε βόλτα με το τράμ, άλλη φορά, προσθέτω.
Μακάρι να κερδίσουμε στο Πρωτοχρονιάτικο λαχείο.
Γιατί γλυκιά μου;
Για να μη δουλεύεις νύχτα.
Θα είμαστε πάντα, μαζί.
Πάντα;

Πάντα, μπουμπουκάκι. Θυμάμαι, πως και με τη βροχή ακόμη, ανθίζουν νέα λουλούδια. Απορείς βέβαια, πως. Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου.
Θέλω να ησυχάσω. Η Βιολέτα πλησιάζει και ξαπλώνει πλάι μου. Κοιτά το ταβάνι, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο, -όπως όταν κάθεσαι- κουνώντας την πατούσα της, λες και χορεύει.
Καλά είμαστε, λέει, ξαφνικά.
Ακούγεται σίγουρη.
Έξυπνη μικρή, ανθρώπινη ύπαρξη.






«Αγάπη μου.
Μπορεί η θελκτικότητα ενός διαφορετικού ανθρώπου, να σε αγγίξει;
Μπορεί η θηλυκότητα μου να σε φέρει κοντά;
Θυμάσαι που μου είπες, όταν καθόμαστε μαζί:
Άννα, θέλω να σε βλέπω. Θέλω να στεκόμαστε κοντά κοντά, ο ένας στον άλλο. Θέλω να είμαστε μαζί.
Καθισμένοι στο τρένο, μαζί, ώστε να ‘ναι υποφερτή η διαδρομή.
Στη βροχή, περπατώντας μαζί, αργά, επιστρέφοντας. Μαζί.
Επειδή το μαζί απαλύνει τη σκέψη. Έτσι μου είπες.

Δεν μπορείς να χρωματίσεις, αγάπη μου, το παν, με διαφορετικά χρώματα. Δεν είναι σινεμά η ζωή. Είναι αυτό που φαίνεται, και θα ‘πρεπε να ευχαριστούμε για το ότι κάποιος μας πρόσεξε.

Αν μπορούσε ο καθένας να δει, τη γυναίκα. Το παιδί πίσω από τη γυναίκα. Το παιδικό πρόσωπο, πίσω από το γυναικείο. Ικανό όμως να ωριμάζει ταχέως, στην παρούσα ηλικία του.
Πόση τιμή να σου λείπει ένα τέτοιο πρόσωπο. Μια γυναίκα.
Εγώ.
Γιατί μεγαλώνουμε, αγάπη μου.
Το ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ.
Το ξέρεις.

Μπορεί η θελκτικότητα να δει πέρα απ’ την ίδια; Την ευθύνη της την ίδια.

Αγάπη μου».

Ήταν μόνο ένα όνειρο. Μα δεν έχει ακόμη ξημερώσει. Η Άννα μου. Θέλω να είμαστε κοντά. Πολύ κοντά. Αγκαλιασμένοι. Μα τώρα βρίσκεσαι μακριά, κι εγώ μένω μόνος.
Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Το σκοτάδι, δεν υποχωρεί.
Σηκώνομαι.
Ήσυχα, ψάχνω τα γράμματα που σου έγραφα, τον πρώτο καιρό του έρωτα μας. Εκεί που τα αποθήκευες.
Διαλέγω στην τύχη.
Διαβάζω;
Όχι.
Γράφω ένα νέο.
Σα να σε γνωρίζω, μόλις:
Πιστεύεις πως μπορούμε να είμαστε μαζί; Πως κάποια στιγμή θα εξασθενήσουν οι αντοχές και η λογική; Η οποία μας κρατά μακριά. Απόλυτα. Ενώ με γνωρίζεις. Έστω και λίγο. Ας μου διέθετες λίγο χρόνο. Είσαι εδώ; Μπορείς να μ’ επισκέπτεσαι; Μπορείς να σώσεις ένα κομμάτι μου.
Φροντίζεις τον εαυτό σου;
Κοιμάσαι γαλήνια.
Ανασαίνεις.
Με προσέχεις.
Με επισκέπτεσαι.
Δύναμαι να σου εμπιστεύομαι πως δεν είμαι τίποτα σπουδαίο, μα χρειάζομαι δύναμη. για να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο, κι όχι για να στηριχτείς πάνω μου. Ώστε να χαμογελάσεις. Να ‘χει γέλιο ο βίος και θαύματα, προσωπικά, για δύο. Εννοώντας την θνησιμότητα μας, όσο κι αν μου λες, ο άνθρωπος είναι κάτι σπουδαιότερο από ένα σαρκίο. Κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ, όσο δεν επιλέγουμε τον δρόμο του καλού. Λιτότητα στη διατροφή και τους τρόπους.
Μακάρι να μ’ είχες αγκαλιά και να γεννούσες ένα πρώτο καρπό, την οικειότητα.
Να κατορθώσεις, γυναίκα μου, να γεννούσες αγάπη για σένα. Θελκτικότητα.
Κάπου εδώ, παρατώ το μολύβι. Το φύλλο χαρτί, που στέκει εκεί, στην άκρη του τραπεζιού και περιμένει, ποιος ξέρει, τι. Ίσως να εξοικειωθεί τούτο το σώμα με τις διαφορετικές ώρες. Με το νόημα του ύπνου στη συνηθισμένη βραδυνή. Λιγότερο, ίσως, το μεσημέρι. Με ενεργητικότητα για δημιουργία και ευτυχία, τις υπόλοιπες. Σαφώς ευτυχία είναι, να ευθύνεται ένας πατέρας, για το μεγάλωμα της κόρης του.

Καταφέρνεις να με βλέπεις να σου προσφέρω κάτι, προσθέτω στο χαρτί, αν κι αρχικά, στο μυαλό.
Σ’ εσένα.






Που λες, Βιολέτα, μια χρονιά, τα Θεοφάνια, τσάκωσα τον πατέρα μου να ρίχνει αγιασμένο νερό, στην κατσαρόλα με το φαΐ που έβραζε. Το τι τρικούβερτος καυγάς, ακολούθησε, πάντως, αποκλείεται να φέρει εδώ, συγκεκριμένους ήχους και εικόνες.
Γιατί μπαμπά; Προς τι ο καυγάς;
Πίστευε, ότι αυτό, το αγιασμένο νερό, θα καθόριζε θετικά, τα πάντα, αλλά μόνο ως προς την αντίληψη που είχε εκείνος για μας. Όσα αφορούσαν εμάς.
Δηλαδή, ο Θεός, παίρνει μόνο ορισμένους ανθρώπους πλάι του;
Είσαι μικρούλα ακόμη για να γνωρίζεις συγκεκριμένες καταστάσεις. Ο Θεός είναι αυτός, που κατέσφαξε χιλιάδες στην Παλαιά Διαθήκη και έπνιξε εκατοντάδες εκατομμύρια στον Κατακλυσμό, μετανιώνοντας λέει, που δημιούργησε τον άνθρωπο. Και ξαφνικά, άλλαξε; Έγινε καλός; Ενώ χρόνια και χρόνια, με τιμωρούσε, αφού δεν με βοηθούσε ενεργά. Δεν έστρεφε τα πράγματα προς το μέρος μου, ενόσω ατονούσα, μη πιστεύοντας σε τίποτα. Δεν βοήθησε θαρρώ, ποτέ. Αφού πρέπει να μείνεις κοντά Του για να σε καλύψει.
Κάπως έτσι δεν πάει;
Εκείνη μιλούσε ή κάποιος χρησιμοποιούσε το στόμα της; Επειδή, όντως γράφει μέσα: μείνετε κοντά Μου για να μείνω κι Εγώ κοντά σας. Δεν αρκεί να είναι κανείς καλός, εξακολουθώ να σκέπτομαι. Αφού είμαστε ελεύθεροι, τότε, πως εννοεί, εξηγεί τα δικά Του λόγια: χωρίς Εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα.
Τουλάχιστον Βιολέτα, ας ελπίσουμε να μη μας πάρει, όταν δεν θα το περιμένουμε.
Μ’ αυτή τη φράση, η μικρή τρομάζει, κι αμέσως, κλαίει.
Μια απρόβλεπτη κατάσταση.
Ίσως και τιμωρία.
Προσπαθώ να την ησυχάσω, μες την αδυναμία μου λόγω ίωσης. Πως; Με δικαιολογίες. Πως τίποτα, κακό, ποτέ, δεν θα μας συμβεί;
Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Η πτώση μου και η ανέλκυση στη ζωή, μόνο από δική μου πρωτοβουλία. Να περνάνε τα χρόνια και να μη δίνεις δεκάρα. Όπως τόσοι και τόσοι, γύρω μας, οι οποίοι ξεχνιούνται και δεν δημιουργούν οικογένεια. Με τον καιρό καθίστανται πιο επιλεκτικοί από ποτέ. Προσφέροντας άριστα, εξαιρετικά και σε λιγότερους από ποτέ.

Μ’ αγαπάς; Βιολέτα. Έχει ηρεμήσει πλέον.
Πως δεν θα μπορούσα;
Κι ο ίδιος αγαπούσα τον πατέρα μου. Έμοιαζε στον ηθοποιό, Ντίνο Ηλιόπουλο, κάπως. Θυμάσαι πόσο γελούσαμε, με τα απρόοπτα του κινηματογραφικού χαρακτήρα που υποδυόταν κάθε φορά.
Τον μιμούμαι: Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά είμαστε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Η μικρή χαμογελά. Μόλις.
Ήσουν πάντα καλός σ’ αυτό.
Αλλά δεν είχα ελπίδες με τον πατέρα μου. Ξέχασε το. Όπως κι ο ίδιος.
Ήσουν πάντοτε καλός.
Λογικός. Ανήσυχος αλλά ανθρώπινος.
Όμως τον αγαπούσα τον παππού σου. Γελάγαμε με τον ίδιο ήχο.
Κι η μαμά;
Η μαμά σου. Χμ, γελούσε μετρημένα. Σπανίως δυνατότερα. Μόνο όταν.
Όταν;
Την γαργαλούσα! Ξεκινώ να την γαργαλώ κι ακούγοντας τα τσιριχτά της ξεσπάσματα, αισθάνομαι όλη την αρνητική ενέργεια να απομακρύνεται.
Έβηχα, μα γελούσα με όποιες διαθέσιμες δυνάμεις.
Ωχ, ωχ, τα πλευράκια μου.






Γιατί τόσοι και τόσοι, όμως που δεν δίνουν καμιά σημασία σ’ Αυτόν, πίστεψαν μια συγκεκριμένη στιγμή, πως τα κατάφεραν μόνοι. Να επιβιώσουν. Ποιος δύναται να εναντιωθεί στην ιδέα, πως κατέχει μια σταθερή δουλειά. Ή πως αύριο, δεν θα χτυπήσουν την πόρτα μας, μες το έδαφος μας, παράφορες ενέργειες, τρομοκρατίας.
Αν είναι δυνατόν να δέχεσαι τη ζωή, μη ελπίζοντας.
Μη συγχωρώντας.
Ακόμη και τον Θεό.
Με το φόβο διαρκώς μέσα μας για το ποιόν της δύναμης Του.
Όντως, ο φόβος, ούτε όμως και η ευλογία –όχι η εύνοια- ορίζονται ως δυνατά για να μάθεις να σέβεσαι Εκείνον. Ο οποίος κάνει υπομονή, ενώ οι ίδιοι, είμαστε ανίκανοι να νοιώσουμε ο ένας τον άλλο.

Παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ, για τη Σιγκαπούρη, η μικρή είχε ρωτήσει: πως είναι δυνατόν να πιστεύουν σε αγάλματα και θεότητες με τόσο πολύ χρώμα, ενώ θυμίζουν πλαστικά και κακόγουστα παιχνίδια.
Τι να της απαντούσα.
Πως οι καρδιές των ανθρώπων σκλήρυναν υπερβολικά, οπότε οι μάζες, αντί ν’ ανοίξουν τα μάτια τους, καταφεύγουν σε άγνωστες “δυνάμεις”, προκειμένου να βοηθηθούν. Μόνο να το πάρεις απόφαση. Αρκεί.

Μπαμπά.
Παρακαλώ;
Και ποιος θα παίρνει τώρα, την εφημερίδα με τα παιδικά κλασσικά παραμύθια σε DVD;
Τι να τα κάνεις αυτά, αφού μπορείς να τα νοικιάσεις, πολύ φθηνότερα, απαντώ.
Τότε, πες μου, τώρα, ένα παραμύθι.
Τώρα;
Τώρα, τώρα, χαμογελά –ενοχλημένη; Θύμα κρυφό ίσως της διαφήμισης.
Ξεκινώ, έτσι στα γρήγορα: Σ’ ένα κολέγιο στην Αμερική, το αντίστοιχο σ’ εμάς, Πανεπιστήμιο, Βιολετίτσα, στο μάθημα της ανθρωπολογίας, ένας φοιτητής, σηκώθηκε, ρωτώντας κάτι πρωτόγνωρο για τα σημερινά δεδομένα. Πως θα συνέβαινε φυσικά, κοτζάμ καθηγητής, να μην απαντήσει σε μια ερώτηση, αφού οι Αμερικανοί φημίζονται, πως έχουν πετύχει, εννοείται, τις περισσότερες τεχνολογίες να τις ανακαλύψουν, χωρίς να τις κλέψουν;! Άρα εκείνος ο καθηγητής θα έκανε πίσω; Όχι βέβαια. Άκουσε όμως το εξής:
Πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να χωρίζονται σε φυλές, αφού η θεωρία της Δημιουργίας, ευνοεί τους λευκούς;
Τότε ο καθηγητής, χωρίς να το σκεφτεί, απάντησε: Όλα συσχετίζονται, με το πώς αλληλεπιδρά η κίνηση του ήλιου, με την κυκλική τροχιά της γης. Ενόσω ο ήλιος ανέτειλε τα πρώτα χρόνια, προτού μάθουν οι άνθρωποι να ταξιδεύουν, θαμπωμένοι όπως ήταν, προσπαθούσαν να προσαρμοστούν από το σκοτάδι, μισοκλείνοντας τα μάτια γι’ αρκετές ώρες, οπότε ήταν δικαιολογημένη η δημιουργία εκείνης της φυλής.
Κοιτώντας δυτικότερα, ο ήλιος δυνάμωνε το μεσημέρι, κι επειδή οι πρώτοι άνθρωποι εκεί, δεν ήξεραν πώς να προστατευτούν, αφού οι κίνδυνοι ήταν περισσότεροι, από την ανησυχία τους, αφήνονταν στην κάψα του ήλιου. Οπότε άρχισε να μαυρίζει το δέρμα τους. Κάτι που πέρασε από γονίδιο σε γονίδιο, όπως με την προηγούμενη φυλή.
Τέλος, έχοντας ανακαλύψει οι άνθρωποι την νέα ήπειρο, δεν το περίμεναν, πως σ’ εκείνα τα εδάφη, θα ήταν αναγκασμένοι να ζουν στο σκοτάδι, αφού εκεί έδυε ο ήλιος. Οπότε το δέρμα τους παρέμεινε λευκό για πάντα από τότε και για πάντα. Εκεί άκμασαν επίσης οι σκοτεινότερες στοές και αυλάκια!
Τέλος, χαμογελώ πλατιά.
Απ’ το μυαλό σου το έβγαλες, μπαμπά.
Γιατί το λες αυτό; Και γουρλώνω υπερβολικά τα μάτια, ξεσπώντας και οι δύο σε γέλια.







Σήμερα συνέβη κάτι απροσδόκητο. Μόλις δύο εβδομάδες μετά την Πρωτοχρονιά.
Κρατώ στα χέρια μου, επιστολή, την οποία στέλνει μια κυρία, σε απάντηση, αναφέρει, δικής μου.
Προσωπικά, δεν έστειλα καμία επιστολή. Σ’ ετούτη την κυρία ή σε οποιονδήποτε άλλον, εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Πως;
Μένω έκπληκτος, διαβάζοντας παρακάτω: «Δεν μου στείλατε εσείς ακριβώς, ένα γράμμα, αλλά η κόρη σας η Βιολέτα, η οποία με παρακάλεσε να σας γράψω. Βλέπετε, φίλε μπαμπά, έχω δημοσιεύσει μια αγγελία στις στήλες με τα συνοικέσια, την οποία φαίνεται, θα είδε η κόρη σας και μου έγραψε. Πόσο χαριτωμένα ήταν τα λόγια της.
Κρατάτε στα χέρια σας, εκτός από το δικό της γράμμα, επίσης κι εκείνες τις σκέψεις που είχατε καταγράψει σ’ ένα κομμάτι χαρτί, ελάχιστες ημέρες πριν την Πρωτοχρονιά».
Διακόπτω για λίγο. Η κατεργάρα η μικρή. Φαίνεται, είχε παραδώσει εμπιστευτικά, την επιστολή της στη μαμά ενός από τους φίλους της, που μας επισκέφτηκαν την δεύτερη ημέρα του χρόνου. Απορώ με τη μυστικότητα της.
«Βλέπεις, φίλε μπαμπά, επιτρέψτε μου τον ενικό, η Βιολέτα, η μικρή σου κόρη, όπως θα έχεις ήδη ενημερωθεί, μου έγραψε, εκτός του ότι είσαι μετρημένος άνθρωπος, επίσης πως την αγαπάς πολύ. Την φροντίζεις. Μα τελευταία, μια ανησυχία σε διατρέχει. Πως τιμωρείσαι για κάτι. Θα ήθελα να με πάρεις ένα τηλέφωνο, το συντομότερο δυνατό.
Μη φανταστείς πως απαντώ σε κάθε αγγελία που πέφτει στα χέρια μου, φίλε μπαμπά. Απλά, μου προξένησαν την προσοχή, ιδιαίτερα, δύο λέξεις: μετρημένος άνθρωπος. Πιστεύω πως θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε κι από κοντά.
Με σεβασμό,
μια φίλη».

Κλείνει την επιστολή της, αναφέροντας, ευχαριστώ.
Πραγματικά πρωτόγνωρα πράγματα.
Αφήνω το γράμμα στο δωμάτιο μου. Στο κρεβάτι. Διαβάζοντας για άλλη μια φορά, εκείνες τις σκέψεις μου. Που η μικρή χρησιμοποίησε ως δόλωμα ίσως, συλλογίζομαι αυθόρμητα.
Ο γραφικός μου χαρακτήρας ο ίδιος, ελάχιστα βιαστικός: Πιστεύεις πως μπορούμε να είμαστε μαζί; Πως κάποια στιγμή θα εξασθενήσουν οι αντοχές και η λογική; Η οποία μας κρατά μακριά. Απόλυτα. Ενώ με γνωρίζεις. Έστω και λίγο. Ας μου διέθετες λίγο χρόνο. Είσαι εδώ; Μπορείς να μ’ επισκέπτεσαι; Μπορείς να σώσεις ένα κομμάτι μου.
Φροντίζεις τον εαυτό σου;
Κοιμάσαι γαλήνια.
Ανασαίνεις.
Με προσέχεις.
Με επισκέπτεσαι.
Δύναμαι να σου εμπιστεύομαι πως δεν είμαι τίποτα σπουδαίο, μα χρειάζομαι δύναμη. για να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο, κι όχι για να στηριχτείς πάνω μου. Ώστε να χαμογελάσεις. Να ‘χει γέλιο ο βίος και θαύματα, προσωπικά, για δύο. Εννοώντας την θνησιμότητα μας, όσο κι αν μου λες, ο άνθρωπος είναι κάτι σπουδαιότερο από ένα σαρκίο. Κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ, όσο δεν επιλέγουμε τον δρόμο του καλού. Λιτότητα στη διατροφή και τους τρόπους.
Μακάρι να μ’ είχες αγκαλιά και να γεννούσες ένα πρώτο καρπό, την οικειότητα.
Κάπου εδώ, τελείωναν οι σκέψεις μου εκείνη τη χρονική στιγμή που επέλεξα να τις καταγράψω.
Φαίνεται, η Βιολέτα είχε βρει την αγγελία στην εφημερίδα που αγόρασα εκείνες τις ημέρες, σε μια κρίση “αγάπης” όπως θα την αποκαλούσαμε, ενδιαφέροντος προς τους άλλους, λόγω εορτών. Αναζητώντας αγγελίες όπου διάφορα άτομα, ζητούσαν να τους χαρίσουν και από κάτι. Άλλος ένα έπιπλο. Άλλοι, ρούχα. Computer, κινητά, κ.λπ. Είχα όντως ένα κινητό που δεν χρησιμοποιούσα, όμως κάτι με κρατούσε να μην το δώσω.
Στην αποθηκούλα, στοιβάζονταν, μωρουδιακά ρούχα, ορισμένα ζευγάρια παπούτσια δικά μου, με αλλοιωμένο το χρώμα τους –ποτέ μου δεν κατάφερα ή δεν ήθελα να μάθω, πως καθαρίζουν τα διάφορα είδη δέρματος.

Διαβάζοντας ξανά τις σκέψεις μου, μου αποτυπωνόταν στον νου, πως κάποιος μπορεί να μάθει τον εαυτό του, από κάτι τόσο αυθόρμητο.






Αποφασίζω να καλέσω τηλεφωνικά, αυτή την ευγενική ύπαρξη. Από περιέργεια περισσότερο. Το απόγευμα του Σαββάτου, που έχω τακτοποιήσει τα πάντα στο σπίτι. Ψώνια, μαγείρεμα. Αν και δεν κοιμήθηκα το μεσημέρι.
Έστω.

Σπανίως αποφάσιζα παρόμοιες κινήσεις. Σπανίως σπανιότερα. Ειδικά ενόσω ήμουν ανύπαντρος.

Παρακαλώ;
Ναι. Καλησπέρα. Ο μπαμπάς της Βιολέτας είμαι.
Τι κάνετε;
Πολύ καλά. Εσείς;
Ας μιλήσουμε στον ενικό, φίλε μπαμπά.
Μα φυσικά. Ευχαρίστως.
Λοιπόν;
Μου ‘χατε γράψει να σας πάρω.
Ναι, φυσικά.
Λίγο ξαφνιασμένος -και γελώ. Με την κίνηση της μικρής.
Καταλαβαίνω.
Είναι βέβαια έξυπνη, μα δεν το περίμενα.
Σας ξάφνιασε που κάποιος ενδιαφέρθηκε για σένα, φίλε μπαμπά. Μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι, ε;
Σίγουρα. Εννοώ, ευχαρίστως.
Ξέρεις, φίλε μου, οι σκέψεις σου με προβλημάτισαν. Έχω ένα αντίτυπο. Σε πειράζει να το αναλύσουμε;
Η φωνή της είναι τόσο γλυκιά. Νέα ακούγεται. Τώρα πόσο, δεν τολμώ να ρωτήσω. Ίσως και μια δεκαετία νεότερη. Ο ίδιος κοντεύω τα σαρανταδύο.
Όχι, κανένα πρόβλημα, απαντώ.
Το παν είναι να βρίσκει λύσεις, κανείς.
Ναι. Ότι πεις. Το όνομα σου; Μπορώ να το ρωτήσω αυτό, έτσι δεν είναι;
Όπως θα είδες πάνω στον φάκελο, τ’ όνομα μου είναι Ισμήνη.
Με τι θα ‘θελες ν’ αρχίσουμε; Ρωτώ.
Ώ, μα δεν κάνουμε μάθημα, φίλε μπαμπά. Απλά συζητούμε.
Δεν μιλώ.
Όπως θα είδες, σου έγραψα, γνωρίζοντας σε αρχικά, πως δεν απαντώ σε κάθε αγγελία. Βέβαια, δεν μου είχες γράψει ο ίδιος, γι’ αυτό οφείλω να σου αναφέρω περιεκτικά, πως το αντικείμενο της αγγελίας μου έχει τεθεί πολύ σοβαρά. Και η θέση μου αυτή, δεν αλλάζει. Μα ας περάσουμε σ’ εσένα.
Ναι.
Όπως σου είπα, μου άρεσε που είσαι μετρημένος άνθρωπος, άρα κατασταλαγμένος;
Σ’ αυτή την ηλικία, Ισμήνη, θα έπρεπε.
Βέβαια, το παν είναι να ξέρει κανείς τι θέλει να είναι, που είναι και το πιο βασικό.
Αν θεωρεί κάποιος, μιλώ, κατασταλαγμένο έναν, για ετούτο τον λόγο.
Πιθανόν να έχεις αποκτήσει την απαιτούμενη αντοχή.
Δεν θα το ‘λεγα, ακριβώς. Αφού όπως σου έγραψε η μικρή, έχω χάσει τη γυναίκα μου και φυσικό είναι να μου λείπει.
Κανείς δεν λέει το αντίθετο.
Ναι, ο ίδιος δεν θεώρησα κάτι αντίθετο.
Χαλάρωσε.
Συγνώμη.
Ξέρεις, φίλε μπαμπά, το ότι σου μιλώ ανοιχτά, οφείλεται στον χαρακτήρα μου. Είμαι μεν όσο αρκεί, ρεαλίστρια, μα αρχικά, ζωντανός άνθρωπος. Θα μου πεις, ίσως για την ηλικία μου. Όντως, με περνάς κάτι παραπάνω από μια δεκαετία ίσως και λίγο περισσότερο, αν αναρωτήθηκες. Όμως με ανέθρεψαν, μεν με τη λογική, εξίσου όμως και με τολμηρότητα.
Είσαι μόνη σου;
Έ, για να έχω δημοσιεύσει πως αναζητώ σύντροφο με σκοπό το γάμο.
Έλεγα –τα μασάω.
Βέβαια, έχω γνωρίσει τη ζωή, σε λογικά πλαίσια, βέβαια. Και δεν αισθάνθηκα ποτέ πως απειλούμουν. Από κάτι. Έχω κάνει και μόνη μου, λάθη, αλλά –τη διακόπτω κάπου εκεί: Θα εννοείς την ανησυχία μου πως τιμωρούμαι για κάτι. Βλέπεις, Ισμήνη, δεν έχω χρόνο για μένα. Η σκέψη μου είναι πάντοτε στη μικρή και συνεχώς με ανησυχία.
Σίγουρα θα ‘χεις κάποιον να την φροντίσει για λίγες ώρες.
Όχι. Κανέναν.
Μάλιστα.
Βέβαια, μπορώ να την πάω στους φίλους της για λίγες ώρες, όμως προτιμώ να είμαι μαζί της. Βλέπεις, Ισμήνη, γνωρίζοντας την γυναίκα μου την Άννα, αναγκάστηκα να γίνω κοινωνικός, μα τα τελευταία χρόνια, μετά τον θάνατο της, κλείνομαι ξανά στον εαυτό μου.
Με συγχωρείς φίλε μπαμπά. Πρέπει να κλείσω. Πάρε με ξανά, αύριο πρωί. Ή εργάζεσαι;
Όχι τα σαββατοκύριακα. Πρέπει να διαβάζω τη μικρή.
Ως αύριο λοιπόν.
Χάρηκα.
Κι εγώ.
Γεια σου Ισμήνη.
Γεια, και να χαμογελάς.

Δεν προλαβαίνω να πω ευχαριστώ.
Κοιτώ τα δάχτυλα μου. Φορώ ακόμη την βέρα. Μου έλεγαν, πως όταν την φοράς, αισθάνεσαι αφόρητο το βάρος. Σαν αλυσίδα. Σαν βραχιολάκια φυλακής.
Όντως με έσφιγγε πολύ στο δάχτυλο και ασφυκτιούσα, μα παραμέριζα την σκέψη εκείνη, επειδή το όνειρο με είχε συναντήσει. Κι είχε ένα όνομα: Άννα.
Η Ισμήνη ακουγόταν προσεκτική στα λεγόμενα της. Όπως και κάθε γυναίκα στις μέρες μας η οποία ήξερε τι ήθελε στη ζωή και δεν χαράμιζε τα χρόνια της, μη αποφασίζοντας τι να πράξει. Να δεσμευτώ ή όχι. Να τυραννήσω τον άντρα που με εκτίμησε, προκειμένου να δω τις αληθινές του προθέσεις.
Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι προθέσεις της Ισμήνης. Και γιατί, η ξαφνική, σχεδόν αυτόματα φιλική διάθεση.

Στην Βιολέτα, εξηγώ, πως αυτά τα πράγματα, οι επαφές, απαιτούν χρόνο, και πως τίποτα δεν είναι σίγουρο:
Σ’ ευχαριστώ μικρούλα μου για την κίνηση, μα καλό είναι να ρωτάς. Δεν ξέρεις πως αντιδρούν οι άνθρωποι.
Μα εκείνη μπαμπά, ζητούσε επαφή.
Δεν σημαίνει κάτι. Δεν εμπεριέχει σιγουριά. Άλλωστε, είναι αδύνατο, λόγω μη οπτικής επαφής, να πεις με σιγουριά, τι είναι ο άλλος.
Είδες όμως. Εκείνη σου έγραψε.
Και συ πως το γνωρίζεις;
Έ, αφού το έμαθες. Πως, ρωτά. Κάνει μια γκριμάτσα.
Σωστά. Λάθος μου. Μου διέφυγε.


Αν είσαι η μοναδική, μόνο η αγάπη μπορεί να μας ενώσει.
Αν φτερούγιζα γύρω σου, ψιθυρίζοντας απορίες για σένα.
Τρυπώνοντας εκεί που καταλήγεις. Με φίλους. Μ’ εκείνον που θυμάσαι, πιθανόν αγαπάς.
Ας είμαι τα συρτάρια και τα ράφια, πάνω και μέσα, όπου τοποθετείς τα πράγματα σου. Με κόπο καμωμένα. Με προσωπικό χρόνο διαλογής, απομονωμένα.
Άσε με να σου μιλώ, τι άλλο δύναται να μας χωρίσει.
Εγώ δεν είμαι εκείνος που σε επέλεξε. Σε δρόσισε με την γλυκύτητα. Εγώ δεν είμαι το λάθος κι η αληθινή σου περίμετρος ασφαλείας. Αναρωτιέμαι, Άννα μου, αν η δύναμη της φωνής ήταν καμωμένη, στερεή. Αν το βάρος της, το φορτίο, δύναται να κουβαλιέται χωρίς παύση.
Με ρωτάς, δώσε μου ένα λόγο να σε προσέξω.
Σου είπα μόνο αυτό: μπορεί ο άνθρωπος να καθοριστεί ως σημείο;






Μπορεί η αγάπη να χωρέσει σ’ ένα δωμάτιο;
Πρέπει να χωρά κι ο συγκεκριμένος άνθρωπος.
Να γίνονται τα αντικείμενα γύρω σου, συζητήσιμα, όπως οι ανθρώπινες κατ’ ιδίαν, συνομιλίες.
Ώρες, που ο κόσμος ωριμάζει τόσο ρεαλιστικός, ώστε να τον αντέξεις.


Που πήγαν τα πρωινά, περιμένοντας το πλοίο, έστω και της επιστροφής, μιλά στο τηλέφωνο, η Ισμήνη.
Συζητούμε εδώ και ώρα, πλέον.
Σίγουρα στις σχέσεις σου, θα τα θυμάσαι, μιλώ.
Έ, έκανα κι εγώ, σχέσεις. Τίποτα επιπόλαιο βέβαια.
Βέβαια -από νωρίς σκεπτόμουν, πως είναι δυνατόν να συνδεθείς με μια ζωηρή γυναίκα.
Ξέρεις, Ισμήνη, τα παιδιά, το βλέπω κι από τη μικρή, πιστεύουν πως τα πάντα μπορούν να συμβούν εύκολα.
Κι ορισμένοι μεγάλοι, το πιστεύουν.
Αν διαθέταμε λίγο χρόνο εμείς οι άνθρωποι, τότε θα θαυμάζαμε την απλότητα σε όλο της το μεγαλείο. Η οποία γεννά ανθούς ανθρωπιάς. Συζήτησης. Κι εμπιστοσύνης, μετέπειτα.
Αρκεί να μην βιάζεται κανείς, τονίζει εκείνη.
Για να χτίζει κανείς, με γερά θεμέλια, προσθέτω στην σκέψη της.
Χώρισα εδώ και πολύ καιρό, θαρρώ. Από σχέση εννοείται.
Εννοείται.
Ελπίζω να μη με περιπαίζεις, γλυκογελά.
Όχι, προς θεού.
Ήταν μια σχέση με μεγαλύτερο. Είχε δε, το θράσος, μία φίλη, να μου πει: Όταν εκείνος θα είναι εξήντα, εσύ θα είσαι νέα ακόμη. Καταλαβαίνεις θράσος;
Ακούγεται λίγο θυμωμένη.
Βέβαια, η κοπέλα δεν είχε καθόλου πείρα από σχέσεις, και τολμούσε να πει, να πει –κομπιάζει.
Την άποψη της;
Μπράβο –γελά. Όχι φυσικά πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Όμως πρέπει, έπρεπε να προσέχει τα λόγια της.
Σε πείραξε.
Δεν ξέρω. Ίσως, φίλε μπαμπά όπως έγραψες κι εσύ, στο χαρτί, στις σκέψεις σου, χρειάζεται να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο, όχι όμως ο φίλος, η φίλη, να κρατηθούν επάνω μας σαν γαντζωμένοι.
Κάπου το έχω ξαναζήσει αυτό.
Άρα γνωρίζεις.
Απ’ την αντίθετη πλευρά.
Πως είπες; Δεν άκουσα.
Σωστά τα λες, μιλώ.
Σαφώς τα παιδιά, Ισμήνη, ολοκληρώνονται ως οι καλύτεροι φίλοι μα και οι χειρότεροι εχθροί, μεγαλώνοντας.
Τι εννοείς;
Δεν ξέρω. Τα παιδιά ζηλεύουν εύκολα, πράγματα που τους είναι απαγορευτικό να αγγίξουν. Λόγω ηλικίας ίσως. Εισοδήματος. Ευκαιριών. Παραδέχονται, πως ο κόσμος δένει, γέρνοντας επάνω τους. Ας πούμε μικρός, πίστευα πως δεν υπάρχει πόνος ή βία, έως την ημέρα που πέρασε εμπρός από το σπίτι μας, κυνηγημένος νομίζω, ένας άντρας, με αίματα στο πρόσωπο του. Ή μια άλλη μέρα, που είδα, σε μια οικογενειακή μας έξοδο-βόλτα, έναν άλλο να χτυπά ένεση, στο πεζοδρόμιο, σε μια γωνία. Χάμω.
Σ’ ευχαριστεί η συζήτηση μας;
Ναι, βέβαια, Ισμήνη.
Δεν πιέζεσαι.
Λόγω;
Που σου είμαι άγνωστη.
Όχι. Αντιθέτως μ’ ευχαριστεί.
Η μικρή πού είναι;
Μόλις μπήκε στο μπάνιο.
Παρακολουθεί;
Αν προχωρά το σχέδιο της;
Σε ξάφνιασε το γράμμα μου. Ξέρω.
Έχεις πάρει πρωινό; Ισμήνη;
Πως πέρασε η ώρα. Εγώ είμαι ιδιωτική υπάλληλος και το ωράριο μου είναι κυλιόμενο. Εσύ τι κάνεις συνήθως, σπίτι;
Διαβάζω. Τακτοποιώ. Ακούω μουσική. Προσέχω την μικρή.
Τα συνηθισμένα. Ά, με συγχωρείς, αλλά πρέπει να δω τι κάνει η μικρή.
Να μην νοιώθει παραμελημένη, παίρνει εκείνη, τον λόγο.
Περίπου, φίλη Ισμήνη.
Επίσης.
Φιλάκια.
Κλείνουμε.
Φιλάκια μου είπε, ή μου φάνηκε.
Τώρα ποιος βιάζεται, ζουζούνισε στην σκέψη μου, μια φωνή.
Μια φωνή από εκείνες, οι οποίες γεννούν δυσπιστία.

Τι θέλεις να κάνουμε;
Τελείωσες; Σε απασχολεί πολύ, αυτή η κυρία.
Εσύ το άρχισες, μικρέ μου άνεμε.
Καλά, καλά.
Έλα, τι λες να πιάσουμε την εγκυκλοπαίδεια; Σε ποιο γράμμα άραγε, είχαμε μείνει.
Στο Κ!
Καλά, μη θυμώνεις. Τι λες καλύτερα να δούμε RUGRUTS, τον Τόμυ και τ’ άλλα μωρά.
Παραγγέλνουμε απ’ έξω;
Σου έχω μιλήσει πως δεν είναι υγιεινά, μπουμπουκάκι.
Και που το ξέρεις;
Το λένε στις ειδήσεις.
Χμ, κούνησε το κεφάλι της, κι εκεί κάπου σταμάτησε η γκρίνια.






Με είχε γλυκάνει λίγο, η γνωριμία.

Πιστεύω, πως κι άλλα θέματα προς συζήτηση, θα προέκυπταν. Απορώ που απορώ, για το έλεος του Θεού. Πριν από λίγες ημέρες, τον κατηγορούσα μπροστά στην μικρή, να όμως που Εκείνος έδειξε έλεος, προσπαθώντας να αλλάξει την ζωή μου.
Όπως τις περισσότερες φορές, δείχνει έλεος.
Δεν ξέρω, αλλά πιστεύω πως, όπως δεν ορίζουμε την όρεξη μας, παρομοίως δεν κατανοούμε, αισθήσεις που δεν αντιλαμβανόμαστε.






Μια γάτα, μια γατούλα, με κοιτά. Στέκεται εκεί. Πλάι στα ελάχιστα μόλις, αναμμένα φώτα, στο Εμπορικό κέντρο. Απέναντι από την σκοπιά μου. Αυτόματα, τούτο το ζώο, γίνεται εξολοκλήρου, αγάπη. Με μαγνητίζει το βλέμμα του. Όπως δεν σηκώνω τα μάτια από πάνω του, έτσι κι εκείνο, βαθιά χάνεται στο δικό μου βλέμμα.
Όσο πάω να ξεφύγω, τόσο στρέφω πίσω, ξανά, μαγνητισμένος.
Το κρύο δεν υποφέρεται εδώ και μερικές ημέρες. Σαν να θύμωσε ξαφνικά, ο χειμώνας.
Στα κρεβάτια μας, σπίτι, τοποθέτησα κουβέρτα, ακόμη και κάτω από το σεντόνι που τυλίγει το στρώμα.
Δεν υποφέρεται το κρύο.
Ευτυχώς ως τις μία, οι δρόμοι θα ερημώσουν. Μόνο σπάνια, κάποια βήματα θ’ ακουστούν. Παρακινώντας με να βγω από το “φυλάκιο”, προς επιθεώρηση. Είναι κι εκείνα τα ασανσέρ που οδηγούν στα υπόγεια-αποθήκες, που δεν κλειδώνουν. Που πρέπει εγώ, να ξεβολεύομαι κάθε τόσο, ελέγχοντας ξανά και ξανά. Τι δουλειά.
Εγώ, που φοβόμουν να πιάσω δουλειά ως φύλακας λόγω εγκληματικότητας, να όμως που η μοίρα με αντάμειψε, με μια σταθερή εργασία. Όσο κι αν ορισμένα καταστήματα, φαλιρίζουν. Στην δική μου περιοχή, μερικώς, συμβαίνει το αντίθετο.
Η ώρα περνά με λίγη τηλεόραση. Ράδιο για ειδήσεις.
Πως είναι δυνατόν, τις καλύτερες ταινίες, να τις δείχνουν μετά τα μεσάνυχτα. Όλη μέρα, μόνο τηλεμάρκετινγκ πιστεύουν πως μας αφορά. Κάποτε με την Άννα, δεν δίναμε σημασία. Είχαμε ο ένας την ασχολία του άλλου.
Άκου εκεί, φιλάκια.
Μου φαίνεται πως η Ισμήνη, λαβαίνει θάρρος δίχως να της έχει παραχωρηθεί.
Αισθάνομαι πως πρέπει να προσέξω.
Ακουγόταν ζωηρός άνθρωπος. Αναρωτιέμαι. Πως είναι δυνατόν να συνδεθείς με μια ζωηρή γυναίκα. Μια διαφορετική οντότητα. Χωρίς κοινά σημεία.
Όχι όπως εμείς, Άννα. Μα μας οδήγησε πουθενά; Πρόσφερε σταθερότητα; Όχι επειδή έφυγες, έτσι άκαρδα. Μα επειδή, η σταθερότητα, εμάς τους ανθρώπους, μας προκαλεί να βαριόμαστε. Άθελα μας. Όπως ενώ μιλά κανείς, χωρίς να προσφέρει ουσία. Μιλά διαρκώς. Απασχολεί τον χρόνο μας. Καρπώνεται εντυπώσεις. Επειδή όλα θαρρώ, τακτοποιούνται γύρω μας, ώστε να εντυπωσιάζουν.
Μα, ένας διαφορετικός χαρακτήρας, παιδεύω ξανά, νου και αντίληψη, παρουσιάζει εντονότερο ενδιαφέρον. Άλλο βέβαια που δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις που θα καταλήξεις.
Η γάτα έχει χαθεί από ώρα, μα κάπου εδώ κοντά, τριγυρίζει. Σα παρέα. Συντροφιά. Ή και φροντίδα.






Μπαμπά;
Η μικρή ετοιμάζεται να πλυθεί. Μόνη της. Εδώ και καιρό. Απορώντας για την διακοπή μου, βοηθώντας την, της εξήγησα, πως τα παιδιά, έστω και τα μικρά, πρέπει να φροντίζουν μόνα το σώμα τους. Βέβαια ντρεπόμουν. Από νωρίς. Σ’ αυτή τη δουλειά, πρέπει να συνεισφέρει η μάνα για τα κορίτσια. Ελάχιστα όμως για τ΄ αγόρια, οι μπαμπάδες. Πώς να εξηγήσεις σ’ ένα μικρό παιδί, ορισμένες πεποιθήσεις ή στάσεις ζωής.
Ναι, μωρό μου;
Τα παλιά τα χρόνια, πως σκουπίζονταν οι άνθρωποι, χωρίς χαρτί υγείας;
Χαμογελώ.
Με πανιά, απαντώ.
Και πιο παλιά;
Με φύλλα.
Πιο παλιά;
Δεν ξέρω.
Φαίνεσαι σκεπτικός.
Είμαι.
Γιατί;
Απλώς σκέπτομαι από πού να κόψω ξανά, για τα έξοδα.
Μα είπες, βοηθά και η γιαγιά Βιολέτα. (Πώς να της πω, ότι έχει κοπεί το “επίδομα”, εδώ και αρκετούς μήνες).
Τα παπούτσια πάντως, θα στα πάρω.
Σπορτέξ θέλω.
Τι να τα κάνεις.
Είναι μόδα, λένε τα παιδιά. Σχολείο. Με κοροϊδεύουν.
Μη δίνεις σημασία.
Ο μπαμπάς σ’ αγαπάει πολύ, μωρό μου. Αγκαλίτσα;

Μου εντυπώνεται η άποψη, πως ξεχνώ τελευταία, συχνά.
Ίσως από ανησυχία. Άγχος. Κούραση.
Ξυπνώντας σχεδόν μεσημέρι, με την έγνοια της μικρής. Ώρες και ώρες, μόνη. Νύχτα, μόνο τις καθημερινές βέβαια. Έπειτα το σχολείο. Μήπως δεν προλάβω την τάδε ή την άλλη μέρα, να περάσω από εκεί. Συνοδεύοντας την σπίτι. Κίνηση, ηχορύπανση. Να προσέχεις για πορτοφολάδες. Ζητιάνοι όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι.

Οι μέρες συχνά, ρουτινιάζουν.
Όμως Ισμήνη, σκέπτομαι, πού πήγαν οι ήσυχες ημέρες, καλοκαίρι. Όπου ξέφευγες από τους δικούς σου. Για ένα διάστημα, ούτε τηλέφωνο έπαιρνες. Μόνο τον προϋπολογισμό πρόσεχες. Ας μην συζητούσες με κανέναν.

Μπορεί μια γυναίκα, ρωτάς, φίλε μπαμπά, να είναι φίλη μ’ έναν άντρα. Λοιπόν, πολλοί τέτοιοι φίλοι, ανά παρέες, οργανώνουν ταξίδια, μαζί. Οι μέρες αποκτούν ποικιλία. Ξεχνιέσαι. Παρατηρείς. Σε παρατηρούν. Ψήνεσαι. Μη μου πεις, δεν πήγες ποτέ, με φίλους, διακοπές. Γελά.
Όχι Ισμήνη.
Σε λυπάμαι.
Παντρεύτηκα όμως.
Αυτό είναι άλλο. Εξάλλου, και συγνώμη για πριν, όλοι μένουμε μόνοι. Κάποτε.
Εσύ, πώς;
Εγώ. Μια μέρα αγανάχτησα με την τηλεόραση, χειμώνα, ψόφο κρύο όπως σήμερα, βράδυ, κι είπα να βγω, απροειδοποίητα, με φίλους. Φίλες. Τι σημασία έχει.
Καλά να περνά κανείς.
Σωστά.
Να περνά η ώρα, φίλε μου.
Αναρωτιόμουν.
Τι;
Γιατί να ζούμε.
Μη με ψυχοπλακώνεις, αποκρίνεται.
Όχι, ειλικρινά τώρα.
Κοίτα φίλε. Δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς.
Γνώρισα Ισμήνη, ανθρώπους που προτιμούσαν να αισθάνονται, όχι καλά, παρά με σταθερότητα.
Και πού τους οδήγησε αυτό;
Σε μια αλλόκοτη πιθανόν, ατμόσφαιρα. Μεταξύ φθαρτού και αφθαρσίας. Μα έχω στον νου, πάντα, εξακολουθώ, την Άννα, την γυναίκα μου. Νοσταλγώντας εκείνα τα ξημερώματα, χαμένοι. Βλέποντας βίντεο, με κανονική την ένταση στον ήχο. Φαντάσου, νύχτα. Όχι όπως με τους γονείς μας. Έπειτα, η αίσθηση, πως κοιμάσαι σε διπλό κρεβάτι.
Η Ισμήνη ξεροβήχει.
Δεν εννοούσα τίποτα.
Δεν πειράζει φίλε μου. Ειλικρίνεια πάνω απ’ όλα.
Δεν εννοούσα, τονίζω.
Εξάλλου, φίλε μπαμπά, χωρίς ειλικρίνεια ή αμοιβαίες υποχωρήσεις, δεν ενώνονται οι διαφορές.
Βέβαια, η Άννα κι εγώ, δεν είχαμε πολλές, κι ίσως αυτό να ήταν το λάθος.
Ποιο;
Πως ήμασταν απόλυτα σίγουροι, ενώ δεν συζητήσαμε ποτέ, για ότι μας πόνεσε στη ζωή, πως η σχέση μας θα διαρκούσε.
Άρα δεν ήταν κάτι τέλειο;
Πως. Ήταν. Για μένα. Μα –ξύνω το κεφάλι μου, κρατώντας το ακουστικό, πότε με το ένα χέρι, πότε αλλάζοντας.
Μα; Απορεί εκείνη.
Μα, δεν θα δεις τέλεια ζευγάρια, ε; Από εκείνα που κοιτούν σε μια βόλτα, τις βιτρίνες, και χαίρονται τον έρωτα τους. Ξέγνοιαστοι. Διαρκώς ευτυχισμένοι. Πάντοτε ανοιχτοί.
Τολμηροί; Ρωτά η Ισμήνη.
Αναλόγως τον χαρακτήρα. Ξέρεις, σήμερα η μικρή με ρώτησε κάτι απίθανο. Πως σκουπίζονταν παλιά, οι άνθρωποι, χωρίς χαρτί υγείας. Δεν είναι σπουδαία;
Ναι. Πως –απαντά κοφτά. Μα δεν συνέχισες πριν.
Σχετικά;
Ξέρεις εσύ.
Δεν νομίζω, παρά ίσως, πως κάποιος που έχει παντρευτεί και “χωρίσει”, ως άντρας, παραμένει θελκτικός, αφού αποτυπώνεται στον γυναικείο νου, πως κάτι θα είχε αυτός, ο τάδε, ώστε να τον επιλέξουν, προς σταθερότητα.
Υπονοείς κάτι; Ακούγεται ενοχλημένη. Μην βιάζεσαι.
Εγώ; Όχι. Εσύ είπες πως είσαι η τολμηρή.
Εδώ δεν μιλάμε για μένα, όμως.
Συγνώμη.
Σε βασανίζουν πολλά.
Ναι Ισμήνη. Η μικρή. Χρόνος για μένα που δεν έχω. Μα πάλι.
Έ, τότε να κανονίσουμε για έξω. Είσαι μετρημένος άνθρωπος, μου έγραψε η μικρή. Κάτι θα ξέρει περισσότερο.
Μετά χαράς, μιλώ αυθόρμητα –τώρα γιατί, σα να το ξανασκέπτομαι.
Λέμε προσωρινά, αντίο.
Πρέπει να ετοιμάζομαι για δουλειά.
Πρέπει ν’ αφιερώσω περισσότερο χρόνο στην Βιολετίτσα.
Έχω πολλά να μάθω ακόμη.
Είμαι κουρασμένος.






Τι θα γίνει, θα βγούμε; Για κανένα ποτό;
Δεν πίνω, Ισμήνη.
Έ, τότε για βόλτα. Θα περάσω να σε πάρω με το αυτοκίνητο.
Συγνώμη. Δεν ήθελα να το πω, αλλά προτιμώ να αφοσιωθώ στη μικρή. Μην το καθυστερείς
.