Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Πώς άλλαξες γνώμη;
Το σκέφτηκα σοβαρότερα.
Ξέρεις, Άρη, έχει παχύνει τελευταία.
Δεν μ’ ενδιαφέρει.
Είσαι σίγουρος;
Θα έλεγα εγώ, ψέματα, στην ξαδέλφη μου την Ναταλία;
Όχι.
Έ, τότε. Πως την λένε, είπαμε;
Βιολέτα.
Εσύ πως την γνώρισες;
Σ’ ένα παζάρι, πριν λίγους μήνες. Βοηθούσα μια φίλη ορφανή, από τον σύλλογο τους. Εκείνη εξηγούσε στον κόσμο. Ανέφερε τιμές. Η ίδια, ταμείο. Βέβαια, δεν γνωριστήκαμε εκεί, κανονικά. Δεν συστηθήκαμε δηλαδή. Την συνάντησα τυχαία, σε λειτουργία Εκκλησίας, στην περιοχή μου, κυριακή πρωί. Την πλησίασα, χαιρέτισα. Ρώτησα, με θυμάσαι; Εκείνη, όχι και τόσο. Συστηθήκαμε. Γίναμε φίλες. Κι από τότε έχουμε συχνά επαφή.
Δουλεύει;
Εργάζεται σ’ ένα οικολογικό μαγαζί στο κέντρο. Ο παππούς της, και στην συνέχεια, ο πατέρας της, ήταν πάντα, πολύ καλοί πελάτες. Εκεί άλλαζαν πάντα, το φίλτρο του νερού. Ο παππούς της ήταν πολύ κοινωνικός και φαίνεται πως είχε πιάσει φιλίες με τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Αφότου γνώρισαν τον πατέρα της Βιολέτας, την σύστησαν ως καλή ιδέα για δοκιμή, ως νέα υπάλληλο, στον Διευθυντή.
Είναι ευχαριστημένη;
Πιστεύω.
Λοιπόν, θα το κανονίσεις;
Θα σε πάρω. Τι θα κάνεις μετά, Άρη;
Θα περάσω μια βόλτα από την βιβλιοθήκη.
Ά, δεν σου ‘πα.
Τι;
Μένει στην περιοχή σου.
Σιγά σιγά μου τα βγάζεις.
Ά, μην είσαι απαιτητικός.







Κάποιος ρώταγε για σένα.
Ναι; Ποιος;
Δεν τον ξέρεις.
Τότε πως ρώταγε.
Είναι ο ξάδελφος μου ο Άρης.
Και γιατί αυτό το ενδιαφέρον;
Του είχα πει, πως είσαι ώριμη για την ηλικία σου, σε μια δεύτερη συνομιλία μας. Μου αποκάλυψε, πως ετούτη η ιδιότητα σου ήταν η αιτία που τον τράβηξε σ’ εσένα.
Η Ναταλία η προξενήτρα.
Βιολέτα, με παρεξηγείς.
Τι δουλειά κάνει;
Φτιάχνει τα σκηνικά για θεατρικές παραστάσεις.
Ενδιαφέρον.
Παράλληλα, διατηρεί ένα μικρό εργαστήριο με μπιμπελό και έπιπλα.
Μάλιστα.
Ξέρεις, Βιολέτα, επισκέπτεται την βιβλιοθήκη της περιοχής σου. Δεν γνωρίζω, πόσο συχνά. Μου λέει, πως αναζητεί ιδέες για σκηνικό. Ένα μείγμα, μεταξύ βικτοριανού στυλ και μοντέρνου. Η ίδια δεν σκαμπάζω και πολλά.
Εκεί ψάχνει ο μπαμπάς, βιβλία.
Κοίτα να δεις κάτι συμπτώσεις στη ζωή. Να σου τον γνωρίσω;
Θα δούμε.
Εσύ, πως τα πας με τον Θανάση;
Βρίσκει μικροαφορμές να επικοινωνεί μαζί μου. Δεν το χώνεψε ακόμη, πως χωρίσαμε. Μια φορά, ξυπνώντας, με την τσίμπλα στο μάτι, πάτησα κατά λάθος το όνομα του στην μνήμη και όπως καταλαβαίνεις, χτύπησε σπίτι του. Αργότερα, με πήρε, ρωτώντας τι ήθελα. Αρχίζοντας επίσης, να αναφέρει, πόσο ωραία πέρασε στο Πάπιγκο, εκεί που πήγαμε και μαζί. Καταλαβαίνεις.
Θυμάμαι, τον κρατούσες σε απόσταση. Όταν ήσασταν μαζί. Έ, άντρες. Ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους. Δεν ήθελα να στο πω, τότε, μα μυρίστηκα τι συνέβαινε. Ιδίως, όταν έλειπαν οι γονείς σου, κι ερχόσουν και κοιμόσουν σπίτι μας. Σαν σε διακοπές.
Είσαι έξυπνο κορίτσι, Βιολέτα.
Τι θα κάνεις μαζί του;
Τον αποφεύγω.
Συγνώμη που το λέω, μα νομίζω πως σε κάθε άνθρωπο αξίζει λίγο έλεος. Ίσως θα ‘πρεπε να τον διατηρήσεις ως φίλο.
Γιατί εσύ, πως ξέκοψες από τους παλιούς σου συμμαθητές; Εξαιτίας των Σωτήρη και Τάκη.
Ναι. Έχεις δίκιο. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος πρέπει να το παίρνει απόφαση να αλλάζει τη ζωή του. Αν και με καλεί κάθε τόσο η Πέτρα, λέγοντας μου πόσο της λείπω.
Πως πάει η δουλειά;
Δόξα το Θεό. Κανένα παράπονο. Αν και αυτές τις μέρες, με το δριμύ ψύχος, ταλαιπωρούμαι στο πήγαιν’ έλα. Εσύ;
Ψάχνω για δουλειά.
Μάλιστα.
Κόλλησες με το μάλιστα!
Συγνώμη.
Πάμε;
Πάμε Ναταλία.






Άραγε οι άνθρωποι συνειδητοποιούν την ευθύνη των πράξεων τους; Τώρα στα πενηνταέξι σου, θα μου πεις.
Τώρα που τα γηρατειά φαντάζουν κοντινά και εξαιρετικά δύσκολα. Αυτά όμως να πάθεις που δεν δούλεψες νέος, μπαμπά. Βιολέτα μου, όλο έξω βγαίνεις και μ’ αφήνεις μόνο μου. νύχτα στη βάρδια, μόνος μου. Ως το απόγευμα ξανά μόνος, αφού εργάζεσαι. Που να φτάσουν δυο ώρες για να τα πούμε. Ώσπου ν’ αλλάξεις, να φας, να κάνεις ένα μπάνιο. Η ώρα. Οι ώρες οι δικές μας, της παρέας μας, ελαχιστοποιούνται. Δραματικά.
Δεν φτάνει ένα σαββατοκύριακο να σε δω. Πόσο μεγάλωσες.
Έπειτα δεν έχω εγώ όρεξη.
Αισθάνομαι πως τιμωρούμαι, επειδή κάποτε, νέος, πίστευα, πως τιμωρούσα τους γονείς μου, μη κάνοντας τους παρέα. Για τα λάθη τους. Τα δικά μου. Για τον χρόνο που δεν εργαζόμουν. Χρόνια κα χρόνια. Έπειτα, γκρίνιες. Πάθη. Να ντρέπεται ο ίδιος σου ο πατέρας για σένα και να χάνεται στο χωριό του για μήνες, προκειμένου να μην βρίσκεται εδώ. Αφού κάθε τόσο τον ρωτούσαν οι γείτονες. Τι έκανα. Πως ζούσα.
Αφού δεν παρακαλούσα ούτε για οδοντόκρεμα μου πλέον. Άλλα παιδιά θα κήρυσσαν επανάσταση. Ποιος νέος του καιρού μου, πόσο δε τώρα, θα ανεχόταν να μην βγαίνει. Να μην έχει παρέες. Έστω και άνεργος. Άσε το κορόιδο να πληρώνει. Κοτζάμ ενήλικος. Μα φαίνεται πως εκείνη η απομόνωση μου ήταν ο δικός μου σταυρός. Τον καιρό, προτού γνωρίσω την Άννα την γυναίκα μου. Στην κατάθλιψη, γελάς ή οργανώνεις τα όνειρα σου, όμως στην κατάσταση που βρίσκεσαι με την μοναχικότητα που ακολουθεί, αδυνατείς να ονομάσεις τι σου συμβαίνει.
Πως αποφάσισα τότε να ενεργοποιηθώ τραβώντας από τα μαλλιά την ζωή, ούτε που θυμάμαι. Κι ήθελα και έρωτες, τρομάρα μου. Πίστευα, πως όλες οι γυναίκες ήταν αλλοιωμένες και κυνικές. Ο πατέρας έλεγε, πως επιβιώνουν κοπέλες που δεν τα κοιτάνε αυτά. Ποια; Να διαλέγουν ανέργους; Ήμαρτον.
Έπειτα η Άννα. Το κίνητρο μου να πιάσω δουλειά για να την γνωρίσω.
Βρέχει.
Το σπίτι είναι άδειο.
Η Βιολέτα βρίσκεται στην δουλειά.
Δεν έχω τι να κάνω. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, θυμάμαι την περίοδο που ήμουν κοντά στον Θεό. Η Βιολέτα με καλεί κάθε Κυριακή να την συνοδεύσω στην Εκκλησία, μα αρνούμαι. Είναι όπως όταν κάνεις ζάπιγκ, κι ακούς έναν στίχο τραγουδιού που σου μιλά, σ’ εσένα. Έντονα το διαισθάνεσαι. Σ’ εσένα μιλά.
Εμένα προσκαλεί ο Θεός, μέσω της Βιολέτας. Μα αρνούμαι.
Θυμάμαι την υποχρέωση για προσευχή. Στα γόνατα. Έπειτα για μελέτη. Ενθυμούμαι την ψεύτικη ανάγκη μου να κλάψω, εικοσιέξι ετών τότε. Μήπως και λυτρωθώ από κάτι. Τώρα τι.
Ύστερα οι επισκιάσεις. Ένας φαύλος κύκλος στα δικά μου θέλω και τα δικά Του. Στις φοβίες μου για το επικείμενο τέλος. Πόσο παλαβοί πρέπει να είναι οι άνθρωποι, καλή μου Βιολέτα, για να επανασυντάσσουν συμφωνητικά, για μη δημιουργία νέων πυρηνικών. Στα χαρτιά δηλαδή.






Δεν το περίμενα πως θα φοβάσαι τα πυρηνικά.
Γιατί Ναταλία, εσύ δεν τα φοβάσαι;
Δεν το σκέπτομαι, Άρη. Δεν μπορώ να ζήσω μ’ αυτόν το φόβο.
Δεν διαφωνώ, αλλά μήπως πάνω στην παρούσα θέση, με την αδιαφορία του κόσμου, πατούν οι μεγάλοι εγκέφαλοι, με τις ευλογίες των στρατιωτικών;
Μα είναι δυνατόν να τα βάλεις με τα θηρία;
Μάλλον όχι.
Εσύ, σοβαρός άντρας, να κουράζεις τον νου σου με απαισιοδοξίες.
Συζήτηση κάνουμε. Ελπίζω να μην το πεις στην Βιολέτα.
Γιατί όχι; Δεν θες να είσαι αληθινός;
Θέλω. Είμαι. Εξάλλου “περηφανεύομαι”, για μένα, πως κρατάω τον λόγο μου, όταν τον δίνω.
Σπάνιο, αλλά μπράβο σου. Βρήκες ότι έψαχνες στην βιβλιοθήκη;
Περίπου, μα δεν είμαι σίγουρος. Εκεί βρίσκεις συνήθως λογοτεχνία, κι έναν υπολογιστή χωρίς cd-rom που γράφει δισκάκια. Καλά θα ήταν και DVD. Τέλος πάντων. Θα τους κάνω δώρο κάποια δικά μου αχρείαστα.
Μπράβο σου.
Άστο. Πάμε να φάμε έξω;
Δεν ξέρω.
Περιμένεις κανέναν; Τον Θανάση;
Ποιος τον.
Μη, δεν κάνει. Λοιπόν;
Καλά. Εδώ κοντά όμως.
Εντάξει.

Μίλησα στην Βιολέτα για σένα.
Ελπίζω να μην με έθαψες.
Μη με κάνεις να γελώ εμπρός σ’ όλο τον κόσμο.
Τι έγινε;
Θαρρώ, παρατήρησα, κάτι. Όπως όταν μεγαλώνουν οι κόρες από τα μάτια, ενόσω εστιάζουμε σε κάτι που μας ενδιαφέρει.
Να ελπίζω;
Έχε υπομονή. Δεν σε πήραν και τα χρόνια.
Γιατί, Ναταλία, εγώ να διαφέρω.









Πως είναι να μην είπες ποτέ στον πατέρα σου, σ’ αγαπώ. Έπειτα εκείνος χάνεται, κι εσύ να μένεις πίσω, με την σκέψη, πως κάποια στιγμή, ενόσω ξεκινάς να γερνάς, θα μπορείς να φοράς, έξω, τα κοστούμια του έστω. Άντε και τα γιλέκα. Αν και θυμίζουν άλλες εποχές. Κατά μία άποψη, για να τον θυμάσαι. Μα του κάκου. Η σωματική διάπλαση του, ήταν διαφορετική. Κοντύτερος. Σαν μικρό παιδί. Έφηβος.

Μια φιγούρα, λίγο καμπουριασμένη, γύρω στο ένα και ογδόντα, εισχωρούσε στους διαδρόμους, νωχελικά, σαν κάτι να ζητούσε. Η καπαρντίνα του όχι πλέον σε ανοιχτό καφέ –λόγω του καυτού ατμού στα καθαριστήρια. Πλέον, έδενε αρμονικά με τα ξύλινα ράφια ή το ξύλινο επενδυμένο πάτωμα. Όπου εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ζευγάρια παπούτσια, πίεσαν. Αποζητώντας το αντικείμενο της έρευνας τους.
Θα ήθελα να ξαναδώ το έργο του Ρίτσου, παρακαλώ.
Μετά χαράς. Από δω.
Κάθεται σε μια καρέκλα. Βαστά το βιβλίο. Συλλογιέται. Τσεκάρει γύρω, κλείνει τα μάτια. Τα μέλη κουρασμένα. Το σώμα δεν ξέρει ότι πρέπει ν’ αντέχει για πολλά εργάσιμα χρόνια ακόμα.
«Ας μπορούσα να θυμηθώ, πως ήταν να σε αγγίζω. Μπρούμυτα, με τα κεφάλια μας αντίκρυ, το ένα με τ’ άλλο. Καλυμμένο το ένα μάτι στο πάπλωμα, η άκρη της μύτης πιεζόταν ελαφρά, όπως και τα χείλη. Σε κοιτώ, με κλειστά τα μάτια, μα δεν σε θυμάμαι, Άννα. Ούτε να σε φανταστώ πια. Αδυνατώ. Ξεχνώ γρηγορότερα. Τα πόδια μου παγώνουν ταχύτερα. Θυμάμαι ένα ζευγάρι μπότες με γούνα που ακόμη βρίσκεται αχρησιμοποίητο, στο κουτί του. Τόσες φορές αναπνεύσαμε ως τα τώρα. Μικρά πονάκια στο στέρνο. Ανησυχία. Αδιαφορία. Αναπολώ: Ηρεμία στους διαδρόμους, σαν κατοικία, αργά την νύχτα, όπου όλοι κοιμούνται, κι εσύ, σαν κουκουβάγια ή σαν ξένο ερπετό, λαχαίνει να είναι η ώρα σου να ξεμυτίσεις».

Τα χαρακτηριστικά του τον παρουσιάζουν πλέον, όσο είναι, ίσως και γηραιότερο. Σαν να έχει τελειώσει η ζωή, κι εκείνος διαβάζει το “ημερολόγιο” του. Τόσοι διάδρομοι με βιβλία. Φωνές που δεν επιτρέπεται να είναι δυνατές.
Θυμάμαι, εξωτερικεύει, πως αγαπούσα την ποίηση, αν και δεν διάβαζα τακτικά. Με σχέδιο. Με τάξη. Κι όμως, όπως όλες οι τέχνες που αγαπήθηκαν, ποτέ δεν ξεπέρασαν, δεν έφτασαν, δεν άγγιξαν την ζωή με τα χρώματα της. Με τις εικόνες της. Ευτυχώς που δεν κατάντησα κι εγώ, να καταλήξω στα καφενεία.

Συγνώμη. Αναγνώρισα τη φωνή σας.
Παρακαλώ;
Εσείς δεν έχετε μια εκπομπή στο internet, σαν ραδιόφωνο, ορισμένα βράδια;
Ά, μην δίνετε σημασία.
Κι όμως. Ξεχώρισα ορισμένες απόψεις σας. Τόσο άμεσες.
Κάθε τι αυθόρμητο είναι κι αληθινό, νέε άνθρωπε. Τ’ όνομα σας;
Άρης. Θυμάμαι ακόμη τα σχόλια σας για τις Ατομικές δοκιμές των Αμερικανών, τα πρώτα χρόνια, και πως έστελναν μες το θανατηφόρο νέφος, τους ίδιους τους, τους στρατιώτες.
Κι όχι μόνο.
Ναι. Αφού ο ίδιος ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, βγήκε και είπε: Μπορούμε, και κάνουμε, κακό, στους πολίτες μας. Συγκλονιστικό, δεν νομίζετε;

Κύριε Άρη, κάποτε έπρεπε να βεβαιωθεί ο κόσμος για το ποιον αυτού του λαού. Αφού πρέπει να τους ανεχόμαστε, εξακολουθώντας μόνοι τους, θαρρώ, να μολύνουν τον πλανήτη, δίχως να συμμορφώνονται σε καμία διάσκεψη. Το πληρώνουν όμως, σιγά σιγά.
Βλέπω, κρατάτε το βιβλίο του Ρίτσου.
Ένα από αυτά. Εσείς τι ψάχνετε;
Μελετώ τα σκηνικά για μια νέα θεατρική παράσταση και πραγματοποιώ μια σχετική έρευνα.
Και πως κι απ’ τα μέρη μας;
Ά, είμαι κάτοικος της περιοχής.
Ενδιαφέρουσα η δουλειά σας.
Εσείς.
Προσπαθώ να βρίσκομαι σε χώρους που έχουν να μου διδάξουν κάτι. Ακόμη και στα πενηνταέξι μου.
Συμφωνώ μαζί σας. Λοιπόν, γεια σας.
Γεια σας.
Έχετε αναφέρει εδώ, στους υπαλλήλους, για τις δραστηριότητες σας στο internet;
Δεν χρειάζεται να δίνει κανείς, σημασία.
Λοιπόν, γεια σας.
Γεια σου νέε άνθρωπε.






Δεν το πιστεύω.
Είπες τίποτα μπαμπά;
Κάποιος ακούει την εκπομπή μου.
Δεν νομίζεις μπαμπά, πως πρέπει να σταματήσεις αυτή την ιστορία;

Έχεις δίκιο κόρη μου. Καιρός να σταματήσω αυτή την ανοησία.
Ώ, μπαμπά. Συγνώμη. Δεν το εννοούσα έτσι. Έλα, μη μου μουτρώνεις. Για πες. Που τον συνάντησες;
Στην βιβλιοθήκη.
Πως κι έτσι;
Μελετάει, λέει. Κάνει μια έρευνα, προκειμένου να σχεδιάσει προφανώς, τα σκηνικά για κάποια θεατρική παράσταση.
Σοβαρά;!
Μπα μπα. Γιατί τόση έκπληξη, Βιολέτα;
Τίποτα. Τίποτα. Μη δίνεις σημασία.
Σίγουρα; Ο τόνος της φωνής σου δεν λέει ψέματα.
Έλα τώρα μπαμπά, πιάνεσαι από ένα φέρσιμο μου. Μια ξαφνική λάμψη.
Και πως, μπαμπά, και δεν τον κάλεσες σπίτι;
Έχω καλέσει πολλούς αγνώστους; (Μήπως τον ειρωνευόταν).
Όχι. Αλλά, έλεγα, επειδή πιάσατε συζήτηση δηλαδή.
Φαινόταν συμπαθητικός νέος. Ένας συνηθισμένος νέος δηλαδή. Είπα να μην τον κακοκαρδίσω.
Μπαμπά;
Τι ‘ναι πάλι;
Έχω παχύνει;
Ελάχιστα.
Λες αλήθεια;
Ελάχιστα σου είπα, Βιολέτα, αν και ο οργανισμός σου, μου φαίνεται πως χτυπά καμπανάκι.
Τόσο πολύ;!
Σου αναλύω τα γεγονότα.
Ο παχύς, σκέφτεται, δεν είμαι. Δεν θα γίνω, δεν θα καταντήσω τραγικά.
Δεν είσαι παχιά. Απλά χρειάζεται να προσέξεις.
Για να μπορώ να δέχομαι κόσμο.
Τι σημασία έχει τώρα αυτό;
Έ, κάποιος του κύρους σας, εκείνον με τον οποίο συζητούσες, δεν θα καταδεχόταν κάποια σαν εμένα.
Ώ, Βιολέτα. ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Δεν συγκρίνεται, ούτε κρίνεται για το βάρος του. Άλλωστε, τόσοι και τόσοι με παραπάνω βάρος, βλέπουμε πως παντρεύονται. Πολύ άνετα θα έλεγα. Μήπως ενδιαφέρεσαι;
Μπαμπά! Είμαι μικρή ακόμα.
Όπως με το βάρος, που τα παραπάνω κιλά, επιβαρύνουν τον οργανισμό με ξαφνικά ξεσπάσματα, έτσι κι ο έρωτας, έρχεται κεραυνοβόλα.






Μου φαίνεται πως ο μπαμπάς, μας μυρίστηκε.
Τι εννοείς, Βιολέτα;
Συνάντησε αυτόν τον πως τον είπες, τον ξάδελφο σου, στην βιβλιοθήκη και πιάσανε κουβέντα.
Με τον Άρη;
Έμεινα κι η ίδια έκπληκτη.
Συμπτώσεις, ε Ναταλία;
Στους καλούς ανθρώπους, συμβαίνουν καλά πράγματα.
Τι εννοείς;
Εννοώ Βιολέτα, πως όσοι ζουν λιτά, έχουν ανθρωπιά, κι αφιερώνονται στο καλό, κάποια στιγμή, ανταμείβονται. Όλα στρέφουν προς το αγαθό. Ίσως είναι γραφτό να συναντηθείτε.
Δηλαδή ο μπαμπάς δεν θ’ ανταμειφθεί ποτέ, για το ότι με μεγάλωσε;
Γιατί το λες αυτό.
Επειδή δεν κατάφερα τελικά, να του κάνω δώρο ένα ταξίδι, με τον μισθό μου.
Ήθελες όμως, ε;
Βέβαια. απ’ την καρδιά μου.
Που ξέρεις.
Με στενοχώρησες τώρα.
Έλα Βιολέτα. Μην το παίρνεις κατάκαρδα. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στην ζωή.
Σωστά. Φορές επιθυμούμε τόσο πολύ κάτι και τ΄ οργανώνουμε τόσο καλά, μα δεν μας βγαίνει τελικά. Πληγωνόμαστε. Κι απορούμε γιατί συνέβη αυτό.
Άρα σ’ ενδιαφέρει.
Πάντοτε με ενδιαφέρει το καλό του μπαμπά.
Ο Άρης, χαζούλα.
Χαζή και ώριμη δεν ταιριάζουν.
Έ, όλοι έχουν τις αδυναμίες τους.







Απόψε κοιτώ τ’ αστέρια, όπως μικρή με τον μπαμπά.
Πόσοι από μας δεν έχουν πει, από σήμερα ξεκινώ να αλλάξω την ζωή μου. Από σήμερα, δίαιτα. Διάβασμα. Από σήμερα θα προσέχω τι μου λένε οι άλλοι. Ώστε όταν αρρωστήσουν να μου φαίνεται δίκαιο, συγνώμη άνετο στην αντίληψη μου να τους περιθάλψω. Από σήμερα θα προσέχω τα πουλιά που κελαηδούν, ναι, το ξέρω πως μου κάνει καλό.
Από σήμερα θα κάνω οικονομίες. Θα προσέχω τι τρώω. Να μην πίνω πολύ. Ούτε αν οδηγήσω μετά. Όταν θυμάσαι πως δεν δέχτηκες τις συμπτώσεις, είναι χειρότερα. Δεν δέχεσαι μια αποτυχία.
Απόψε, ίσως κάποιος αυτοκτονεί. Αρκετοί κάνουν έρωτα. Ίσως ένας δολοφονείται στο κέντρο. Μωρά έρχονται στον κόσμο. Άνθρωποι ξεχασμένοι, πεινασμένοι, λιμοκτονούν.
Άνθρωποι αποξενώνονται μεταξύ τους. Ορισμένοι ζητούν να φωνάζουν την άποψη τους. Άλλοι χαίρονται που επιτέλους τιμωρήθηκε ένας πλούσιος, μα δεν θα κρατήσει πολύ. Τρελοί επιστήμονες, δημιουργούν νέες ιώσεις.
Κάποιος πεθαίνει από Ε.Ι.Τ.Ζ.
Διακρίνω άτομα χωρίς σεβασμό στον εαυτό τους.
Μέλη οικογένειας αβοήθητα.
Ζώα, αβοήθητα. Τα βαπτίσαμε για το “καλό” μας, χωρίς ψυχή.
Απόψε μερικοί έφηβοι εισπράττουν το πρώτο φιλί.
Άλλοι τρέχουν στην ζεστασιά του κρεβατιού. Διαβάζουν προτού κοιμηθούν. Πλένουν τα δόντια. Περιμένουν μια αλλαγή. Την έκπληξη. Μα δεν θα ‘ρθει. Άλλοι λίγοι, αναρωτιούνται αν πήραν λίγο από το κύρος των γονιών.
Αν τους έμοιασαν.
Αν ρωτήσεις έναν “γέρο”, μου ‘πες μπαμπά, γιατί δεν καταλαβαίνεις, ο “ηλικιωμένος” θα σου απαντήσει: Μακάρι να ήξερες τι πέρασα, τι έχω. Σε πόσα μετάνιωσα. Από πού ανέμενα –μα του κάκου- βοήθεια.
Είπες ακόμη: Τα βράδια πριν κοιμηθούν οι άνθρωποι, ξεχνούν μια προσευχή. Μα ο καλός Θεός που όλους αγαπά –αν και πυρ καταναλίσκον όπως είπες, άρα θα πρέπει να τον φοβόμαστε- στην ώρα του, μας προσέχει.
Σε ρώτησα τι εννοούσες, κι εσύ απάντησες, επειδή πολύ απλά, μας έχει πει, μείνετε κοντά Μου για να μείνω κι Εγώ, κοντά σας.
Τώρα, πατέρα, που έχεις αρκετά χρόνια να πατήσεις σε Εκκλησία, πιστεύεις πως έχεις εγκαταλειφθεί;
Αύριο έχω να πάω στην Λειτουργία.








Θα ‘ρθείς;
Όχι. Κοίτα μη φέρεις αγιασμό, όπως ο πατέρας μου.
Καλά μπαμπά. εσύ, τι θα κάνεις;
Θα κοιμηθώ. Κι άλλο.
Γεια σου.






Θυμάσαι πως γνωριστήκαμε;
Στην κηδεία του μπαμπά σου.
Δυο μέρες μετά την τραγική εκείνη Κυριακή. Δεν ήθελε να έρθει στην Εκκλησία. Ο γιατρός είπε πως πέθανε ήσυχα στον ύπνο του. Είχε πρόβλημα καρδιάς, όπως ο παππούς, μα δεν το γνώριζε, δεν ήθελε ίσως. Ο δικός του πατέρας, από κάτι χαρτιά που βρήκα, είχε το ίδιο πρόβλημα. Εσύ, Άρη, μου συμπαραστάθηκες τόσο διακριτικά. Αυτό με τράβηξε σ’ εσένα. Θυμόμουν τα λόγια του μπαμπά, οπότε δεν σε τυράννησα, αφού με ενδιέφερες.
Όποιος τα έχει καλά με τον εαυτό του δεν τυραννά τον άλλο.
Θυμάσαι το ταξίδι μας; Στην αγαπημένη πόλη του μπαμπά, στον Καναδά, όπου δώσαμε και το όνομα της στην μικρή.
Έλα, έλα μικρή μου Βικτόρια. Εδώ. Εδώ. Βάλε λίγα λουλούδια του παππού.

Διαβάζω στην ταφόπλακα: να θυμάσαι ότι ο γονιός σου, είχε ενδιαφέροντα. Χρήσιμος ήταν. Τίμιος με τον εαυτό του. Τι μεγάλο κατόρθωμα.
Από κάτω, πρόσθετε: Ποτέ μη φοβηθείς να δείξεις τι είσαι.



Γεράσιμος Μηνάς 2004-2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: