Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Πως σου φαίνεται λοιπόν η ζωή, Βιολέτα; ρωτά ο Σωτήρης, με μια δόση ειρωνείας, μαζί με ψευδογοητεία.
Δεν νομίζεις ότι μεγαλώσαμε πια, σχεδόν εικοσάρηδες, για να εξακολουθείς τα ίδια αστεία;
Μη του δίνεις σημασία, πετάγεται η Πέτρα.
Μα τον ακούς; Παραπονιέται η Βιολέτα. Το βιολί του αυτός.
Και τι βιολί, μιλά ο Τάκης, σκάζοντας στα γέλια.
Δεν μεγαλώσατε ακόμα, παίρνει την σειρά της η Νιόβη, ενόσω εξακολουθεί να τρίβεται στον Σωτήρη.
Ειλικρινά, Πέπη μου, απορώ γιατί τους κάνω παρέα.
Γιατί μας άφηνε ο πατέρας σου να ‘ρχόμαστε συχνά, σπίτι σου; ρωτά ο Σωτήρης.
Ο πατέρας μου αποφάσισε ν’ αφοσιωθεί σ’ εμένα, γι’ αυτό και δεν ξαναπαντρεύτηκε.
Καλή περίπτωση κι αυτός, της πετά την σαΐτα του ο Σωτήρης, ενόσω ο Τάκης, προσπαθεί, πίσω από το σώμα της Πέπης, να του ρίξει στον σβέρκο, κομματάκια από ποπκόρν.
Ο τρόπος σου θυμίζει, όταν τρώμε το ψωμί με το πηρούνι.
Δηλαδή; Ακούγεται δήθεν ξαφνιασμένος, ο Σωτήρης.
Φυτεύεις εκεί που δεν σε σπέρνουν. Τολμάς ν’ αρνείσαι την ιερότητα του βίου του άλλου.
Τι λέει αυτή, Νιόβη καρδιά μου; Εκείνη, έχει ρίξει τα ξανθά –βαμμένα- μαλλιά της, με τρόπο, ώστε να καλύπτουν το μισό πρόσωπο. Σα να θέλει να κρυφτεί, λες και ο άλλος να μην υπολογίζει πλέον, τις σκέψεις της.
Απορώ γιατί σας κάνω παρέα, παιδιά. Δεν εννοούσα εσένα, Πέτρα μου.

Ανωριμότητα πιθανόν, ακούγεται δήθεν ενοχλημένος, ο Τάκης.
Ναι, είναι πολύ της μόδας, μιλά χαρούμενα, και δυνατά, ο Σωτήρης, ενώνοντας τις παλάμες του, με του φίλου του, στον αέρα.
Εγώ, Πέπη, φεύγω. Θα ‘ρθείς;
Έρχομαι μαζί σας.
Έλα κι εσύ, Πέτρα.
Στο καλό, πετά στις κοπέλες ξανά, την ψευδογοητεία του ο Σωτήρης.

Έχουμε απομακρυνθεί λίγο.
Αλήθεια κορίτσια, απορώ γιατί τους κάνω παρέα.
Έλα τώρα τον άνοστο, πετάγεται η Πέπη.
Ανώριμος, παιδί μου, μιλά η Πέτρα. Αν και λιγάκι γοητευτικός.
Μην πέσεις στην παγίδα του.
Δεν είπα τίποτα!
Τι θα κάνουμε τώρα; Ρωτά η Πέπη.
Εγώ θα γυρίσω. Είναι αργά. Θέλω να μαγειρέψω του μπαμπά. Σάββατο αύριο. Να τον ξεκουράσω και λίγο.
Καλά κάνεις, συμφώνησαν εκείνες μ’ ένα τους νεύμα.
Χωρίζουμε.






Οι σημερινοί νέοι είναι δράμα, μιλώ, ενόσω εισέρχομαι στο σπίτι.
Είπες τίποτα, Βιολέτα;
Λέω, -μιλώ σ’ έντονο ύφος-, οι σημερινοί νέοι είναι να τους βράσεις!
Πάλι σε πειράζουν, καρδιά μου;
Μου έχεις πει να ανοίγομαι. Να μην κάνω το ίδιο λάθος, όπως εσύ με τη μαμά.
Σωστά.
Μα πώς να συνεννοηθείς με ανθρώπους, τόσο ζωηρούς, στην παρέα.
Κοίτα, Βιολέτα. Προσωπικά, πάντοτε μισούσα τους ζωηρούς ανθρώπους. Επειδή ξέρουν να ζήσουν; Σου εξωτερικεύω την φωνή της συνείδησης μου. Όχι βέβαια. μα επειδή, όταν μετανιώσουν, θα είναι πολύ αργά. Τους μισώ για έναν ακόμη λόγο. Εκείνοι δεν θα δακρύσουν, στη θέα ενός ενήλικου ζευγαριού, με αγνά χαρακτηριστικά. Επίσης, οι ζωηροί άνθρωποι, ποτέ δεν θα ακούσουν, κλασσική μουσική. Προσπάθησε όμως, κόρη μου, εσύ να μην κάνεις το ίδιο λάθος. Να είσαι πιο ελαστική. Θυμάμαι, νεότερος, χαρακτήρισα ορισμένες προσωπικότητες, ως αδύναμους, πνευματικά κατώτερους δηλαδή. Λόγω εκφραστικότητας, σκεπτικού, λογικής, και λοιπά. Όμως, ένας από αυτούς, απέδειξε, πως έκρυβε ψυχικό πλούτο.
Ένας;
Πάλι καλά να λες, κόρη μου.
Όπως έχουμε γίνει, μπαμπά, όλοι για αυτόν τον ένα, ψάχνουμε.
Όχι πως δεν πρέπει να προσέχεις, φυσικά.
Φυσικά. Ά, θα μαγειρέψω εγώ, είπαμε.
Δεν προλαβαίνω, έχω να πάω στη δουλειά.
Δεν σου είπα να φας κιόλας, καλέ μπαμπά.
Συγνώμη καρδιά μου. Αύριο. Σου υπόσχομαι.
Καλά. Μην κουράζεσαι μόνο.
Πενηνταπεντάρισα πια.
Εσύ τι θα κάνεις, Βιολέτα;
Δεν ξέρω. Θα δω τι όρεξη θα έχω, μετά το μαγείρεμα.

Ο μπαμπάς έχει φύγει για την δουλειά.
Θυμάμαι που μου έλεγε: Θα επιστρέφεις ξανά και ξανά, με νέες εμπειρίες, απορίες, μα εγώ δεν θα είμαι έτοιμος. Πιστεύω, ότι κανένας άντρας δεν θα είναι έτοιμος για οποιαδήποτε γυναίκα. Κάτι οι διαφορές στην κατασκευή του σώματος. Στις όποιες νέες λειτουργίες. Η αδυναμία να προσαρμοστούν, σ’ αυτές μας ακριβώς τις διαφορές. Τ’ ότι μπορούμε και παράγουμε οι ίδιες, τροφή για το μωρό. Φαίνεται πως μας φοβούνται γι’ αυτό. Για τις ώρες αδιαθεσίας. Κυρίως για το δικαίωμα της άποψης. Η αδυναμία τους να προσαρμοστούν σ’ αυτές μας ακριβώς, τις λειτουργίες.
Αν είναι ποτέ, δυνατόν, να ελκύεται μια γυναίκα από έναν άντρα, τι άντρα, αγόρι δηλαδή, σαν τον Σωτήρη.
Ελπίζω να μην πέσει στην παγίδα του η Πέτρα που τον βρήκε γοητευτικό, όπως η Νιόβη που τριβόταν πάνω του σαν γάτα. Πραγματικά θλιβερό.
Κι όμως έπρεπε, πρέπει να δείξω έλεος. Ο μπαμπάς μου λέει κάθε τόσο, να προσέχω, μα να μην τυραννάω τους άντρες. Ιδίως εκείνον που με ενδιαφέρει. Έστω και πλατωνικά, αρχικά. Φιλικά μάλλον.
Πόσα πέρασε ο πατέρας από το φύλο μου.
Δεν τα είπε ποτέ στη μαμά, μα τα εμπιστεύτηκε σ’ εμένα. Ίσως για να μαλακώσει το αίσθημα φυγής μες την ζωή, που αισθανόμαστε εμείς οι νέοι. Ίσως για να με διδάξει να δείχνω έλεος, αν κι εκείνος, κάποια ελαττώματα του, ακόμη δεν τα έχει εξαλείψει.
Αλίμονο στην γυναίκα που δεν θα δείξει έλεος στην οικογένεια της και στα μέλη που πάσχουν, μου ‘χε πει την ημέρα που ενηλικιώθηκα. Δεν το κατάλαβα εξαρχής. Μα με τον καιρό, συνειδητοποίησα, πως κάτι σημαίνει. Σεβασμό αρχικά. Βοήθεια. Υποστήριξη. Κατανόηση.
Έχουν και κάτι άλλο να μας καταλογίζουν οι άντρες: δεν τους κατανοούμε.


Όταν ρώτησα τον μπαμπά, γιατί συμβαίνει, εκείνος απάντησε με μια φράση: τα ένστικτα και οι ανάγκες του άντρα, ποτέ δεν θα μπουν στον νου μιας γυναίκας.
Μήπως μας υποτιμάτε; Ρώτησα τότε, αμέσως.
Το μόνο που φοβόμαστε είναι η δύναμη σας.
Μήπως εννοούσε, επειδή εκείνοι είναι περισσότερο έρμαιο των ενστίκτων τους, αδυνατώντας πλέον να ανεχτούν να έχει το πάνω χέρι, η γυναίκα. Να εξουσιάζει αυτά του τα ένστικτα. Δεν έχω πείρα από σχέσεις, άμα θέλει όμως, κανείς να μάθει, αρκεί να παρατηρήσει τους άλλους.






Παρατηρώ τις κινήσεις του μπαμπά. Στο βίντεο.
Έχει κινηματογραφήσει τον εαυτό του, “εκπέμποντας” ζωντανά, στο internet. Βάζοντας μουσική. Μιλώντας. Λίγα σχόλια.
Είναι από τις πρώτες εκπομπές. Προτού καλά κλείσω τα δέκα.

«Βρισκόμαστε ξανά εδώ, πόσοι ακούτε, κι αν ακούτε.
Άλλωστε, όπως έχω πει, θα “βγαίνω” όταν η όρεξη μου είναι η κατάλληλη. Όχι απαραίτητα στρωτή. Κάπου ρομαντική. Ίσως και με άσχημη διάθεση. Πάντα όμως, με διάθεση προσφοράς.
Ας βυθιστούμε όμως, μετά την Πανσέληνο, στο ωραίο ετούτο ορχηστικό, το οποίο θυμίζει βόλτα σε κάποια πόλη της Γαλλίας».

Η μουσική πλημμυρίζει το δωμάτιο. Σα να ενώνονται αυτά τα δύο δωμάτια. Εδώ. Τώρα. Εκεί. Τότε.

«Θυμάστε τα καλοκαίρια; Κάποια παλιά σας αγάπη;
Δεν θέλω απόψε να μιλήσω για πόνο.
Για μοναξιά.
Νέος, είχα διαβάσει δύο φορές, πως τη μοναχικότητα ή την κρυφή κατάθλιψη, οι άνθρωποι την κοστολογούν ως εγωισμό. Δύο φορές, κι όχι μόνο, φυσικά. Ένα ορισμένο δίκιο, θα το έχουν.

Ξέρω, αλλάζει ξαφνικά ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα, με ένα κλασσικό κομμάτι του Mozart, όπως έχω αναφέρει, όμως, τα τραγούδια δεν τα διαλέγω. Τ’ αφήνω σε τυχαία σειρά.
Ας ακούσουμε όμως, λίγο».

Κάποτε τον ρώτησα, γιατί το κάνεις, μπαμπά; Κι εκείνος απάντησε: Για να θυμάσαι, πως ο πατέρας σου είχε ενδιαφέροντα στη ζωή. Να συλλογίζεσαι επίσης, τι είναι ο άνθρωπος.

«Να όμως που η μουσική, επιλέγει να μιλήσει για μοναξιά. Κι αν σ’ αγαπώ.
Δεν ξέρω αν εσύ που ακούς, έχεις ανοιχτό το παράθυρο.
Οι ήχοι της πόλης. ένα επίμονο βουητό. Ησυχία που δεν υποφέρεται. Αν είσαι απ’ τους τυχερούς. Υγεία, ίσον το υπέρτατο αγαθό».

Ελπίζω να αρέσει το φαγητό στον μπαμπά.

«Ο άνθρωπος δεν είναι τέλειο ον. Διώξτε κι εσείς τα σύννεφα.
Οι αξιοσέβαστοι μετεωρολόγοι των Κρατικών καναλιών, αναφέρουν πως ο καιρός επιδεινώνεται. Εσείς οπλιστείτε με ψυχική δύναμη.
Κλείστε τα μάτια. Χαρίστε το αυτό στον εαυτό σας».

Ο μπαμπάς δείχνει αμήχανος.
«Πάντοτε μου άρεσε να δίνω. Ξέρω, ακούγεται εγωιστικό.
Και τώρα το παρακάτω.
Σε όλες τις γυναίκες που αγάπησα, τραγουδά.
Χαρισμένο».

Δυναμώνω την ένταση.
Ξέρω. Κοντεύει, 23:35. Μα δεν αντιστέκομαι.
Σχεδόν, δακρύζω μέσα μου.

«Σε όλες τις γυναίκες που αγαπήσαμε εμείς οι άντρες. Όπως άκουσα πρόσφατα: Όποιος θέλει να παντρευτεί, είναι άντρας.
Περνάμε όμως, σε μια αγαπημένη μου μελωδία. Μέρα και νύχτα».
Είναι όμορφο που ο μπαμπάς έχει ένα χόμπυ. Μια διάθεση επαφής.
Πως είναι άραγε να κατευθύνεσαι σε μια νυχτερινή δουλειά, με το άγχος του τι αφήνεις πίσω. Εκείνα τα δύσκολα για μένα, χρόνια. Μικρή όπως ήμουν. Κλειδωμένη στο δωμάτιο, αργώντας να με πάρει ο ύπνος.
Μόνο τελευταία, συνειδητοποιώ τις δυσκολίες της ζωής.
Που το σχολείο αποτελεί παρελθόν.
Έστω κι αν δεν μπόρεσα να σπουδάσω.

«Θυμηθείτε τα παλιά, εσείς, του παλιού καλού Ελληνικού Κινηματογράφου. Του καλού λαϊκού τραγουδιού. Τότε δεν υπήρχαν σταυροδρόμια για να διαλέξετε, μεταξύ ποιοτικού, και του τι πουλάει.
Τότε ο κόσμος είχε καρδιά.

Πως άραγε είναι, να μάθεις τι αγαπάει ο άλλος;
Αναρωτήσου λίγο, φίλε ή φίλη, ακροατή.
Μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλλο, τραγουδά ο Πάριος.
Σα να φυτρώνει μες απ’ το στήθος.
Πάντα ελπίζεις πως θ’ αγαπηθείς.
Είναι δυνατόν το λουλούδι να μην ανθίσει ξανά;».

Πόσοι λίγοι, μπαμπά, γνωρίζουν το νόημα της αγάπης. Ενόσω μαλακώνει η καρδιά. Η φωνή χρωματίζεται με στοργή, έστω κι αν δεν κοιτάς τον άλλο.
Πραγματικά.
Όπως η ίδια, εσένα, πατέρα. Στην κασέτα. Με τ’ αγαπημένα σου τραγούδια. Πρόσφατα μου εκμυστηρεύτηκες μια παλιά σου θύμηση. Μια γειτόνισσα που σ’ έλεγε λουλούδι της. Με την τρυφερότητα της μάνας. Ίσως γιατί παρεξηγούμε εύκολα, ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε ή επειδή προτιμούμε την μοναξιά μας.

«Φαίνεται αλλάζουν όλα».

«Για όσους έχουν επιλέξει να είναι μόνοι.
Προστατεύοντας τον εαυτό τους.
Εγώ σε καταλαβαίνω».

Η κασέτα εξακολούθησε να παίζει, μα φαίνεται πως με πήρε ο ύπνος. Εκεί, στον καναπέ.
Το πρωί ξύπνησα, σκεπασμένη με μια χοντρή κουβέρτα.
Άραγε, ο ουρανός ήταν καθαρός;








Ευχαριστώ που μου άφησες το τελευταίο κομμάτι, πίττα.
Παρακαλώ, μπαμπά.
Τι θα κάνεις σήμερα;
Ίσως βγω με την Πέπη και την Πέτρα. Εσύ;
Θα βγω να περπατήσω.
Μα κάνει κρύο.
Δεν με πειράζει. Θυμάμαι και τον πατέρα μου που έβγαινε, επειδή του άρεσαν οι βόλτες. Ίσως έτσι αισθανόταν τι είναι ο άνθρωπος.
Τι;
Τίποτα περισσότερο από θνητός.

Τι θα γίνει;
Έλα Πέτρα μου.
Θα βγούμε;
Μόνη σου είσαι; Η σειρά μου να ρωτήσω.
Είναι κι η Πέπη εδώ. Εσύ;
Εγώ περίμενα να βγει ο πατέρας για να σας πάρω τηλέφωνο.
Περνάει ο καιρός, Βιολέτα.
Κι εγώ τι θέλεις να κάνω;!
Καλά, μη θυμώνεις κορίτσι μου. Μια διαπίστωση ήταν. Άσε Πέπη, εγώ μιλάω!
Τι θέλει;
Τη σειρά της στο ακουστικό. Γελά.
Δεν ξέρω. Λέω να πιάσω καμιά δουλειά από δευτέρα, μέσω ΟΑΕΔ. Οτιδήποτε. Να κάνω δώρο στον μπαμπά, ένα ταξίδι. Ο καημένος. Έχει γράψει στο βίντεο, εκατοντάδες ώρες θαρρώ, με ντοκιμαντέρ που αφορούν ταξίδια. Μα δεν έχει πάει πουθενά. Σε καμία από εκείνες τις πόλεις. Τελευταία, μου λέει κάθε τόσο: Αν θα ‘θελα να ζήσω κάπου, θα ήταν στο εξωτερικό. Στο Μόντρεαλ ίσως, ή στο Βανκούβερ. Ο Καναδάς τον έλκυε για την φυσική του ομορφιά. Μια έντονη ανάγκη των κατοίκων, εκεί, για πάρκα.
Όπως νομίζεις. Ακούω Πέπη! Έ, έλα πιο κοντά!
Τρελοκόριτσα! Ναι, ο καημένος ο μπαμπάς. Χρειάζεται υποστήριξη. Πιθανόν με αυτό το δώρο, πιστέψει πως γίνονται θαύματα.
Τώρα στα γεράματα;
Αχ, Πέτρα μου. Ποτέ δεν είναι αργά. Είναι η σειρά μου να βοηθήσω.
Μ’ εκείνες τις αποταμιεύσεις σου. Δεν σε εξυπηρετούν καθόλου;
Πάνε. Τις χρησιμοποίησε ο πατέρας, για τα τρέχοντα έξοδα. Πετρέλαια, φροντιστήρια. Ρούχα. Τα ξέρεις δα.
Πως. Έ με έπρηξες Πέπη! Πάρτο να δω φως.
Βιολετίτσα! Σεμουά. Χα χα χα χα, άρπα την!
Τρελοκόριτσο.
Τι θα γίνει; Θα κλειστούμε μέσα; Θα μου στρίψει Σαββατιάτικα.
Πάμε μια βόλτα με το τράμ, προτείνω ως ιδέα.
Χμ, πάλι; Μπα, όχι.
Έρχεστε να συγυρίσουμε; Θα ετοιμάσω καφέ.
Αν ήθελα να νοικοκυρευτώ, θα παντρευόμουν. Γελάνε μαζί.
Τρελή Πέπη.
Είμαι λίγο, ε; Δεν πάμε να δούμε τα παιδιά;
Μην μου τους θυμίζεις. Ελάτε καλύτερα. Άλλωστε, δεν απέχετε πολύ από μένα.
Έ, τι λες Πέτρα; Η Βιολέτα μας καλεί σπίτι της. Πως; Θέλεις; Καλά, ερχόμαστε.
Ά, Βιολετίτσα. Να φέρω τίποτα; Χρειάζεσαι κάτι.
Εσάς.






«Η φωνή που ακούς, είναι μια καινούρια φωνή.
Στην ακοή σου.

Είναι ένα φως λυχναριού, ενόσω σπάει στις γωνίες, φωτίζοντας τις. Παρά γιατί μ’ αγάπησες, τραγουδά κι εκείνο –κλείνω τα μάτια να το απολαύσω.

Μπορείς να απολαύσεις την αγάπη, αν δεν την έχεις προσφέρει αρχικά, σε εσένα;
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες –συνοδεύω με την δικιά μου, κελαριστή φωνή την μελωδία, ζωντανά, στο μικρόφωνο.
Μαζί μου κι εσείς. Ελάτε.
Στην αγκαλιά μου, κι εσύ. Ναι. Έλα. Μην ντρέπεσαι. Τραγούδα!
Λα λα λα λα.
Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου, σε περιμένω να ‘ρθείς.
Το καλοκαίρι.
Ναι. Αν και είναι μακριά.
Μα ποιος το ξεχνά;
Σαν τις καλές Ελληνικές ταινίες, όπου χανόσουν στην ατμόσφαιρα τους. Κι έπειτα το χαμόγελο ή ο προβληματισμός ανάβλυζε. Καθαρός.
Yesterday, πλούτισε την νύχτα ετούτη, η φωνή της Shirley Bassey. Γιατί ίσως, αναρωτιέσαι, φίλε ακροατή. Γιατί ν’ αναπολούμε, εποχές που δεν πνιγήκαμε, μες το φόρτε τους. Γιατί ωραιοποιούμε. Ίσως, καταστάσεις ανέγγιχτες από εμάς.
Και τώρα ένα αγαπημένο.
Σφράγισε τα μάτια σου.
Σε βλέπω, είμαι κοντά.

Όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω, μας είπαν οι Πυξ Λαξ. Νομίζω.
Δεν σας αφήνω όμως, ακόμη.
Η Χαρούλα Αλεξίου μας ξεσηκώνει. Αφεθείτε.
Εσύ έχεις αγαπηθεί απ’ τον Θεό;
Αφού είσαι καλά.
Ναι!».

Η Πέπη και η Πέτρα, δεν περίμεναν τέτοια έκπληξη. Φυσικά και δεν τους ανέφερα, πως αυτή καθαυτή η ασχολία, να “εκπέμπεις” στο internet, είναι καθαρά ένα αγαπημένο χόμπυ, του μπαμπά. Φορές, κρατάμε για εμάς τα πιο σπουδαία. Τα προσωπικά.
Είπα στις φίλες μου, πως ανακάλυψα πρόσφατα πως γίνεται. Όχι πως είναι και ψέματα φυσικά.

Χρησιμοποίησες το computer;
Λίγο.
Θα φας, μπαμπά;
Όχι, Βιολέτα. δεν έχω όρεξη. Θα είμαι στο δωμάτιο μου.
Έκλεισε πίσω του την πόρτα, κι έπειτα, σιγή.
Πως είναι άραγε, να αγαπάει κανείς. Ξεχωρίζοντας τις επιθυμίες του άλλου. Τι του βγάζει τον καλό εαυτό. Πρέπει να ξέρεις. Πρέπει να ξέρεις; Βέβαια. Όποιος ενδιαφέρεται αληθινά, απασχολεί, όσο είναι δυνατόν κατάλληλα, την αντίληψη του. Την λογική. Πώς να σε ευχαριστήσω μπαμπά.
Σου μαγείρεψα. Ενδιαφέρομαι να πιάσω δουλειά. Συμμαζεύω. Σου κρατάω παρέα. Σέβομαι την απομόνωση σου. Όπως όταν “εκπέμπεις” ή γράφεις.
Δεν θες κανέναν να σ’ ενοχλεί.
Πρέπει, να το γνωρίζει ο άλλος. Δηλαδή εγώ.

Πλησιάζω την πόρτα του. Στέκομαι, ήσυχη, απέξω. Εξακολουθώ ν’ απασχολώ την σκέψη μου.
Παρ’ όλα αυτά, δέχτηκα τους νέους σου όρους. Λίγο μετά το επεισόδιο με την Ισμήνη. Δέχτηκα, ότι άφησες στην τηλεόραση, μόνο έντεκα κανάλια. Αισθανόσουν πιο υγιής, είπες. Με επιπλέον επιτήρηση. Πόσο δύσκολο είναι να περιοριστεί ένα παιδί. Ένας άνθρωπος χωρίς πείρα. Δίχως στόχους. Απλά επιβιώνοντας. Χάρηκα όμως για σένα. Που πάτησες πόδι στον πόνο σου. ξεκινώντας γυμναστική. Κουβαλώντας κι εμένα, στις βόλτες με ποδήλατο, λίγο προτού πας για δουλειά. Δες σε τώρα. Εδώ και καιρό, δηλαδή. Στυλάκι. Άλλο αν πλέον, παράτησες λίγο πριν τα πενήντα σου την άθληση. Δεν άντεχες. Δεν αντέχεις.
Μα κρατώ από σένα, το εξής που είπες:
Ποτέ μην φοβηθείς να δείξεις τι είσαι.
Εσύ μπαμπά, γι’ αυτό δεν ξαναπαντρεύτηκες;

Δεν απασχολώ άλλο την σκέψη μου.
Θέτω σε λειτουργία τον τηλεφωνητή όπως κάθε μεσημέρι. Επίσης, μετά τις 22:30 έως τις 9 το πρωί. Αναφερόταν στο “καταστατικό”, με τους νέους όρους.
Ζεσταίνω τον αρακά. Βουτώ ψωμί. Τσιμπώ τυρί.
Δυο δάχτυλα κόκκινο κρασί. Για την καρδιά.

Θυμάμαι που μου είπες όταν ήμουν έξι, κι ετούτο, επειδή το κατέγραψα στο ημερολόγιο, πως οι ανθρώπινες σχέσεις, απαιτούν τιμιότητα. Σεβασμό. Πως βγαίνεις ωφελημένος από μια συζήτηση. Εδώ και χρόνια, πιστεύω, πως κλείνεσαι ολοένα στον εαυτό σου. με ορισμένες αναλαμπές, όπου οι συμβουλές σου έσταζαν πάνω μου, σαν ιαματικό λουτρό.
Τελευταία, μου αναφέρεις το εξής: Εγώ είμαι ένα τίποτα. Πες πως δεν έχω ζήσει τίποτα. Ποτέ. Άκου εκείνους τους βολεμένους που εξιστορούν ηδονικά, μεταξύ τους την ιστορία μου. Λένε, αυτός δεν τα φέρνει βόλτα στην ζωή του, και τολμά να δίνει συμβουλές. Σπανίως, Βιολέτα, με καταλαβαίνουν. Ακόμη σπανιότερα, εμφανίζεται ένας μοναχικός για να συμφωνήσει μαζί μου.
Άραγε γιατί, μπαμπά.






Δεν μπορώ να δω τα μούτρα του. Όχι πάλι.
Έλα Βιολέτα. Κάντο για την Νιόβη. Πιστεύω πως είναι καλή καρδιά. Απλά έχει παρασυρθεί από τον Σωτήρη.
Θα είναι κι ο Τάκης εκεί;
Μάλλον.
Ωχ, Πέπη, ακόμη άλλος ένας μπελάς.
Έλα. Ένας καφές και φύγαμε.
Δεν ξέρω.
Μα θα κάτσεις κυριακάτικα, μέσα;
Αυτό να μου πεις. Ο μπαμπάς όμως;
Δεν θ΄ αργήσουμε. Έλα, σε κλείνω.
Γεια.
Τα λέμε. Ντύσου, ε;
Καλά.

Λοιπόν, λοιπόν. Καλώς τα κορίτσια.
Κοίτα Σωτήρη, αν είναι ν’ αρχίσεις.
Πάψε, μου τραβάει το μπουφάν, η Πέπη.
Για πες, πετάγεται η Νιόβη.
Τι κάνεις λουλούδι μου; Την ρωτά η Πέτρα. Όλα καλά;
Ά μια χαρά, δεν βαριέσαι.
Περνάμε καλά εμείς οι δύο, έτσι γλυκιά μου;
Παρατηρώ τον Σωτήρη. Είναι από τους τύπους που μόλις κοιτάξουν μια καλοστημένη δεσποινίδα έως γυναίκα, το πρώτο που θα σκεφτούν, όπως οι περισσότεροι άντρες, ορίζεται ακριβώς σε μια λέξη. Με πέντε γράμματα. Το πρώτο, μι, καταλήγοντας σε ένα τονισμένο γιώτα.
Τι δύναμη ασκούσε ετούτος ο άνθρωπος πάνω στην Νιόβη, εξακολουθώ να συλλογίζομαι.
Παραγγέλνουμε; Ρωτά η Πέπη.
Σας προλάβαμε, πετάγεται ο Τάκης.
Έ, εμείς είμαστε αυστηροί στα ραντεβού μας.
(Πιστεύει πως έχει κι ένα καλό; Χαμογελώ μέσα μου).
(Έλεος, Βιολέτα. Θυμήσου τα λόγια του μπαμπά).
Α, Τάκη, στρέφει τότε εκείνος το πρόσωπο στον φίλο του. Πως πήγε στην δουλειά την βδομάδα που πέρασε; Τον ρωτά δήθεν από ενδιαφέρον. Μα, από εκείνη την γωνία, το βλέμμα του δεν αφήνει, τις δικές μας καρέκλες.
Μια χαρά, κραυγάζει. Εμείς δουλεύουμε βλέπεις. Όχι σαν κάτι άλλους.
Μπα, δείχνετε πειθαρχία και σε κάτι; Ρωτώ.
Τι εννοείς; Ρίχνει την δική του ερώτηση ο Σωτήρης.
Εσύ ειδικά, δεν είσαι ικανός να γητεύσεις τα ένστικτα σου, και μένεις σταθερός σε μια δουλειά;
Γητεύσεις;! Πέσαμε σε μορφωμένη, Τάκη.
Σ’ εσένα, Σωτήρη, θα πήγαινε στράφι, οποιαδήποτε συμβουλή. Καρφώνω κατάματα το βλέμμα μου στο δικό του.
Έ, εγώ είμαι άλλο. Χαίρομαι τη ζωή μου. Εσύ είσαι η μίζερη. Σ’ έχει πειράξει η στέρηση.
Μην τσακώνεστε. Πάψτε επιτέλους! Μπαίνει ανάμεσα μας η Πέτρα. Η Νιόβη ξεφυσά. Ο Τάκης κολλά το σώμα του, παρασύροντας την καρέκλα κολλητά στο τραπεζάκι.
Η Πέπη παρακολουθεί σοβαρή, μα με σμιγμένα τα φρύδια από αγωνία. Ή και φόβο.
Άσε με να του τα πω του ακαμάτη, υψώνω τη φωνή.
Καλό κάνει η στέρηση. Σε οτιδήποτε. Μα που να καταλάβεις εσύ. Λόγω ορμονών, κακομοίρη μου, θα βγάζεις σπυράκια ως τα σαράντα σου. Αυτόματα σηκώνομαι να φύγω.
Μη τα φουσκώνετε τόσο πολύ! Δείχνει στο στέρνο.

Απομακρύνομαι. Με ακολουθεί μόνο, η Πέτρα.
Η Πέπη, μου κάνει νόημα, πως θα έχει τον νου της στην Νιόβη.
Αργότερα θα μάθαινα, κάτι τελευταίο που είπε ο Σωτήρης: Είναι η σειρά μου ν’ απορώ, γιατί κάνω εσάς τις τρεις, παρέα.
Μερικοί άνθρωποι δεν διορθώνονται. Ούτε τώρα. Ούτε ποτέ.
Μια φορά αλκοολικοί, 50% πιθανότητα να το κόψουν. Μια φορά κλέφτες, πάντοτε κλέφτες.
Μια φορά δίχως έλεος. Πάντοτε χωρίς έλεος.
Μήπως η ίδια ήμουν το τελευταίο παράδειγμα;
Φώτισε με Θεέ μου. Κάνε το θαύμα σου να στρώσει η ζωή μου, μονολογώ, μέσα μου.
Είμαστε σε βόλτα. Στις βιτρίνες. Η ίδια με την Πέτρα.
Γιατί μόνο στις γιορτές, συναντάς μουσικούς στους δρόμους;

Χρυσή να με κάνεις, δεν κάνω παρέα ξανά με αυτούς, Πέτρα.
Μα δεν ασκεί καμιά δύναμη πάνω σου, Βιολέτα.
Σωστά. Άστον τον χαμένο. Έλα πάμε σπίτι μου. Να φάμε με τον μπαμπά.
Μην ενοχλώ.
Ποιος το είπε; Δεν θα σε παρακαλέσω, δεσποινίς! Εκείνη χαμογελά.






Μη μου πεις, πως θα κάτσεις ξανά, στην τηλεόραση.
Είμαι κουρασμένος.
Νομίζω πως σου χρειάζεται μια βραδινή βόλτα.
Δεν ξέρω.
Έλα.
Κόρη και μπαμπάς. Έ; του κάνω νεύμα.
Εγώ κι εσύ, χαμογελώ.
Μικρή και πατέρας, τονίζω.
Ούτε μ’ αυτό, χαμογελάς;
Έλα μπαμπά, θα είναι ωραία. Έχει παζάρι σήμερα.
Πού;
Εδώ κοντά. Μα σήκω επιτέλους!
Καλά.
Η Πέτρα έχει αποχωρήσει από νωρίς, μετά το φαγητό.

Έχουμε εισχωρήσει στο παζάρι που οργάνωσε η Εκκλησία της ενορίας μας. Χάρη στην χειρωνακτική εργασία, από ένα σύλλογο με ορφανές κοπέλες, οι οποίες δημιούργησαν με μεράκι, τόσα μικροαντικείμενα. Ντοσιέ, μικρά και μεγάλα, με πρωτότυπα εξώφυλλα: Κολλημένα φύλλα από δέντρα –αυτόματα θυμήθηκα το ανθολόγιο που ανακάλυψα πρόσφατα ενόσω καθάριζα την βιβλιοθήκη. Σε μερικά άλλα εξώφυλλα, είχαν κολλήσει κομμάτια από ύφασμα, σε σχήμα τζην παντελονιών, δέντρων, καραβιών.
Κούπες με πρωτότυπα σχήματα. Σαν λυχνάρια. Ορισμένα με εσοχές για τρία ή τέσσερα καλαμάκια. Μικρά και μεσαία πήλινα παρτέρια, διακοσμητικά.
Ρούχα στους πάγκους, που πλέον οι ιδιοκτήτες τους τα θεωρούσαν μικρά ή δυσκολοφόρετα. Παιχνίδια. Δίσκοι παλιοί. (Να θυμηθώ στο επόμενο, να φέρω έναν ενισχυτή με το πικάπ, που πιάνει χώρο στην πάνω ντουλάπα). Κασέτες διαφόρων ειδών. Συναντήσαμε επίσης, πάγκους σε σειρά, όπου χαρίζονταν παλιά περιοδικά και κεριά μισοχρησιμοποιημένα.
Πιο κάτω, μια συμπαθέστατη κοπέλα, ζωγράφιζε το περίγραμμα του κεφαλιού, όποιου συμφωνούσε σ’ αυτό, γράφοντας στο εσωτερικό κατόπιν, μερικές φράσεις: Γέμισε μ’ εμένα. Ανακάλυψε τον εαυτό σου. Σε θυμάμαι εσένα!
Κοίτα όλα αυτά τα μικρά θαύματα, μπαμπά. Τόση αυθόρμητη θετική ενέργεια, σε πράξη.
Να πάρουμε κάτι, προσθέτω.
Ίσως ετούτα τα όμορφα ψεύτικα λουλούδια, σε πήλινα.
Θα θυμάμαι να τα ποτίζω. Πραγματοποιώ μια ιπποτική υπόκλιση.
Ή, φρέσκο φυσικό γιαούρτι, Βιολέτα. Ξέρεις, παλιά, προτού γνωρίσω την μητέρα σου, μου έκαναν προξενιό μια κοπέλα, όπου η οικογένεια της, παρήγε γαλακτοκομικά προϊόντα. Έως τότε, κατανάλωνα πολύ τυρί.
Είδες μπαμπά. χαμογέλασες λίγο.
Δεν μπορώ, πειραχτήρι;
Κάνει καλό στην καρδιά.
Και στο δέρμα, αν δεν ήμουν γέρος.
Γέρος εσύ; Μπά!
Ξέρω, μικροδείχνω. Στα τριάντα, έδειχνα, εικοσιτρία. Στα σαράντα, τριανταπέντε. Στα πενήντα, ίσως σαρανταοχτώ. Αν εξαιρέσεις τα άσπρα μαλλιά.
Προχωρούμε παρακάτω.
Σ’ έναν πάγκο, μια ακόμα ορφανή, καλούσε τους περαστικούς να γράψουν σ’ έναν τόμο, εκείνο που ανέφερε η ταμπέλα: Τι θα πρόσφερες αν μπορούσες.
Πλησιάζουμε, έχοντας αγκαζέ ο ένας τον άλλο.
Θα γράψεις; Ρωτώ.
Εσύ πρώτα.
Σκέπτομαι: Θα πρόσφερα –γράφω- κομμάτια απ’ τον φόβο, για όσα δεν γνωρίζω ακόμη. Κομμάτι από την ρήση: Ποτέ μην φοβηθείς να δείξεις τι είσαι.
Η σειρά σου μπαμπά.
Παρακολουθώ τι γράφει: Θα πρόσφερα τα χαμένα νιάτα μου αν μπορούσα. Την περίοδο που δεν εργαζόμουν, ώστε να τα αξιοποιήσει ένας νέος άνθρωπος, με περισσότερη αγάπη για την ζωή. Μα αν θέλουμε να μιλήσουμε λογικά, πρακτικά, θα πρόσφερα, εκτός από τα αντικείμενα που δεν χρησιμοποιώ, επίσης, τις σκέψεις μου σε χαρτί. Να δείτε, να σκεφτείτε τι είναι ο άνθρωπος.
Του χαϊδεύω το κεφάλι.
Προχωράμε παρακάτω.
Ο καθένας από το καβούκι του, Βιολέτα, πιστεύει, πως το πρόβλημα του, τον πνίγει. Πως είναι το σπουδαιότερο σ’ ετούτο τον κόσμο. Κι ότι ο κόσμος πρέπει να τον φροντίσει.
Ο κόσμος, μπαμπά, είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, γύρω μας. Ο κύριος εκεί με την καπαρντίνα. Οι ορφανές και η αγαθοεργία της προσφοράς τους. Τα παιδιά, κι όσοι γονείς τα συνοδεύουν. Σίγουρα δεν είναι τα πρότυπα της αρρωστημένης τηλεόρασης. Δεν εννόησε ακόμη, πως ούτε στην εντατική δεν βρίσκεται. Ο κόσμος πατέρα, είναι οι άνθρωποι που αναπνέουμε ακόμη. Μακάρι δε, ν’ ανοίγαμε διάπλατα τα “τζάμια”, να φύγει το διοξείδιο του άνθρακα που αναπνέουμε, όντας μόνοι.






«Δεν ήθελα απόψε να μιλήσω για πόνο. Τώρα, στα πενηνταπέντε μου. Δεν θέλω ν’ αναφερθώ στους πουλημένους του Ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου, σε όσους αγοράζουν πρωταθλήματα στο ποδόσφαιρο, αλλάζοντας δικαστικές αποφάσεις. Ούτε στις γυμνές διαφημίσεις που δεν κόβονται, παρά αντίθετα, κόβονται εκπομπές που βρίσκουν εργασία στα νιάτα. Ούτε θέλω να ξεσπάσω εναντίον όσων συμφώνησαν να προβάλλεται ο ιππόδρομος στην τηλεόραση ώστε να τρυπούν περισσότερο, τις τσέπες στο παντελόνι του απλού πολίτη. Επεκτείνοντας την αηδία του τζόγου, κι όχι την μόρφωση. Δεν θα αναφερθώ, ούτε σε όσους κατέστρεψαν τον βίο των νέων, μη προσφέροντας τους εργασία. Ούτε θα δώσω τιμή στα μούτρα ορισμένων βουλευτών που πρόδωσαν και προδίδουν ετούτο τον τόπο, κι όμως βγαίνουν στα κανάλια και μας χλευάζουν. Θα επικαλεστούμε γεροντική ανία. Όπου ένα Κράτος δεν γνωρίζει ότι χάνει τα λογικά του. Οπότε οι Δήμοι δικαιολογούνται να μην έχουν τοποθετήσει κάδους ανακύκλωσης ανά δρόμο και γειτονιά.
Απόψε, νύχτα, Κυριακής. Σ’ ετούτη την έκτακτη εκπομπή, ας μην γκρινιάξουμε άλλο, γι’ ανθρώπους που ευχαρίστως θα κατέστρεφαν κομμάτι κομμάτι, τον κόσμο, προκειμένου να ζεσταθεί ο εγκέφαλος τους. Να ενεργοποιηθεί, απιστώντας προς τους υπόλοιπους. Μα που να γνωρίσουν αυτοί, την αξία της κάθε ζωής.
Ας χαρούμε λίγη μουσική. Χαρισμένη σε όλους εσάς που σπουδάζετε. Ξενυχτάτε. Ονειρεύεστε. Μεγαλώνετε. Καλύπτετε ανάγκες. Εκφράζετε σκέψεις. Γράφετε ή διαβάζετε. Χωρίζετε ή επανασυνδέεστε.
Διατηρείς, φίλε ακροατή, φίλη ακροάτρια, την υγεία σου. Αυτό το μικρό θαύμα. Όποιες προσωπικές στιγμές, με γλυκιά ή πικρή αίσθηση.
Αναρωτήσου μόνο αν μ’ αγαπάς. Πες το.
Κάρφωσε τα μάτια στο πρόσωπο π’ αγαπάς.
Ας ακούσουμε όμως, λίγη μουσική».

Μη μου πεις ότι κρυφάκουγες.
Ούπς, μ’ έπιασες.
Καληνύχτα Βιολέτα.
Καληνύχτα μπαμπά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: